ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΙΩΨΗ

Σημασιολογικές ερμηνείες της παράδοσης που αναδεικνύουν τον Μανώλη Καλομοίρη σε ηγετική φυσιογνωμία της "Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής".

Ένα μικρό έθνος, αν δεν μπορεί να καθιερωθεί ως τέτοιο μέσω οικονομικής ή πολιτικής δύναμης, επιχειρεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του μέσω πολιτισμικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, 'οικειοποιεί' συγγραφείς, έργα, τάσεις, γεγονότα και ιδέες τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, συγγενεύουν είτε με την γλώσσα είτε με τον πολιτιστικό του περίγυρο. Σε αυτή την περίπτωση κατατάσσεται, κατά την γνώμη μας, το ελληνικό έθνος της εποχής της Εθνικής Μουσικής Σχολής.

Στον κεντρικό άξονα της διαδικασίας 'εφεύρεσης' της εθνικής ταυτότητας που πραγματοποιείται στο πολιτιστικό περιβάλλον των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας στην Ελλάδα, αναπτύσσονται σημασιολογικές εκφάνσεις της έννοιας της 'παράδοσης'. Κατά συνέπεια, η μελέτη των τρόπων με τους οποίους εντάσσεται η έννοια της 'παράδοσης' απο τον Μανώλη Καλομοίρη στο πλατύτερο πολιτιστικό 'γίγνεσθαι', η οποία είναι ο κεντρικός στόχος της παρούσας ανακοίνωσης, μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά συμπεράσματα για τους λόγους της καθιέρωσής του ως ηγετική φυσιογνωμία όχι μόνο στην Εθνική Μουσική Σχολή αλλά και στην συνολικότερη μουσική ζωή στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Ένα μικρό έθνος, αν δεν μπορεί να καθιερωθεί ως τέτοιο μέσω οικονομικής ή πολιτικής δύναμης, επιχειρεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του μέσω πολιτισμικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, 'οικειοποιεί' συγγραφείς, έργα, τάσεις, γεγονότα και ιδέες τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, συγγενεύουν είτε με την γλώσσα είτε με τον πολιτιστικό του περίγυρο. Πρώτες ύλες του σχηματισμού 'εθνικής ταυτότητας', επομένως, αποτελούν η κοινή πολιτισμική παράδοση, η γλωσσική ομοιογένεια και η θρησκευτική κοινότητα. Σε αυτή την περίπτωση κατατάσσεται, κατά την γνώμη μας, το ελληνικό έθνος της εποχής της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Στον κεντρικό άξονα της διαδικασίας 'εφεύρεσης' της εθνικής ταυτότητας που πραγματοποιείται στο πολιτιστικό περιβάλλον των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας στην Ελλάδα, αναπτύσσονται σημασιολογικές εκφάνσεις της έννοιας της 'παράδοσης'.

Έχοντας επίγνωση της σπουδαιότητας του ρόλου της 'παράδοσης' στον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας και του ιδεολογήματος της 'ελληνικότητας', της εποχής της "Εθνικής Μουσικής Σχολής", πιστεύουμε ότι η μελέτη των τρόπων με τους οποίους η 'παράδοση', όπως νοείται απο τον Μανώλη Καλομοίρη, εντάσσεται στο πλατύτερο πολιτιστικό 'γίγνεσθαι', η οποία είναι ο κεντρικός στόχος της παρούσας ανακοίνωσης, μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά συμπεράσματα για τους λόγους της καθιέρωσής του Μανώλη Καλομοίρη ως ηγετική φυσιογνωμία όχι μόνο στην Εθνική Μουσική Σχολή αλλά και στην συνολικότερη μουσική ζωή στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Κεντρική μας άποψη είναι ότι θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ'όψη απο τον ερευνητή που επιχειρεί να αποδόσει την θέση που αρμόζει στον Καλομοίρη στην νεοελληνική μουσική ιστορία, η σπουδαιότητα της ουσιαστικής σύμπνοιάς του με σημαντικές πνευματικές ιδέες και κατευθύνσεις στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Όπως πιστεύουμε, ένας σοβαρός λόγος που ο Καλομοίρης αναδείχτηκε ως ο σημαντικότερος εθνικός συνθέτης των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας είναι ότι αυτός, περισσότερο απο κάθε άλλον συνθέτη, προσέγγισε, ή απορρόφησε, με τις ιδέες και το έργο του τις αναζητήσεις και ιδέες της ελληνικής διανόησης οι οποίες επίσης κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό προς τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας.

Οι τρόποι συγγένειας της μουσικής με την Ελληνική πνευματική παράδοση δημιουργούν τις κύριες κατευθύνσεις για την δημιουργία ιδεολογικών σχημάτων όχι μόνο από τον Καλομοίρη αλλά και απο τους άλλους εκπροσώπους της "Εθνικής Μουσικής Σχολής". Για τον Καλομοίρη, η κεντρική μορφή του συσχετισμού της παράδοσης με την ελληνική έντεχνη μουσική μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Δεν πρέπει ο συνθέτης να δημιουργεί ακριβείς 'παραπομπές' αλλά να χρησιμοποιεί τους ρυθμούς, κλίμακες και, ιδίως, τον χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών. Η στάση του συνθέτη πρέπει να είναι τέτοια γιατί η μουσική, πάνω απ'όλα, πρέπει να έχει 'ζωή' με το να εκφράζει αυτό που νοείται ως 'ελληνική ψυχή'.

Οι τρόποι με τους οποίους η προαναφερόμενη στάση του συνθέτη προς την παράδοση δημιουργεί στενούς δεσμούς με το πλατύτερο πολιτιστικό περιβάλλον μπορεί να αναλυθεί στους εξής κεντρικούς άξονες, ή αλλιώς, 'στάσεις' προς την παράδοση:

    1. Την αντίληψη της συνύπαρξης παρελθόντος και παρόντος μέσω ενστικτώδους βιώματος της παράδοσης στο παρόν.

    2. Τον μύθο της 'ελληνικότητας' με κεντρικό στοιχείο την παράδοση.

Οι προαναφερόμενοι κεντρικοί άξονες είναι συνιφασμένοι και με έναν χρονικό διαχωρισμό:

Ο πρώτος άξονας έχει σχέση με το δόγμα της εθνικής ενότητας και την θεωρία της ιστορικής συνέχειας, ιδεολογήματα που αναπτύσσονται μέχρι το 1922, όταν το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος είναι πρόβλημα ενότητας και συνέχειας -γι'αυτό άλλωστε και οι μεταφορές είναι ανάλογα οργανικές ("εθνική ψυχή", "ελληνικό πνεύμα").

Ο δεύτερος άξονας αναφέρεται στην χρονική περίοδο μετά το 1923, δηλαδή μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς: πως δηλαδή θα ξεχωρίσουμε απο τα άλλα έθνη και πως θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα, κάτι που οδηγεί στην δημιουργία του ιδεολογήματος της 'ελληνικότητας'. Δεν διαχωρίζεται ο πρώτος από τον δεύτερο άξονα παρά μόνο ως προς το κέντρο βάρους των αναζητήσεων, αφού και μετά το 1922 το ένστικτο δεν παύει να θεωρείται το μέσο προσέγγισης της 'ελληνικότητας' για σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του '30 όπως ο Σεφέρης, και οι μεταφορές είναι ανάλογα οργανικές ("οργανική ελληνικότητα").

Συνύπαρξη παρελθόντος και παρόντος μέσω ενστικτώδους βιώματος της παράδοσης στο παρόν.

Θεωρία της "ιστορικής συνέχειας".

Η ιστοριογραφια, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, τείνει να ερμηνεύει το παρελθόν υιοθετώντας μια μυστικιστική οπτική γωνία, εξαιτίας του αυξανόμενου ενδιαφέροντας στον πνευματισμό. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτών των ιστορικών κειμένων είναι η ερμηνεία του 'εσωτερικού πνεύματος' ως κάτι που δίνει νόημα σε ένα ιστορικό φαινόμενο. Σε συμφωνία με αυτές τις τασεις των διανοουμένων στην Ευρώπη, στην Ελλάδα της ιδίας εποχής η έννοια της 'παράδοσης' δεν εμφανίζεται ως έννοια στηριγμένη στα θεμέλια της ιστορίας αλλά σαν διαχρονική αφηρημένη συνιστώσα η οποία μπορεί να προσεγγιστεί μέσω του ενστίκτου και της αισθητικής.

Η συνύπαρξη παρελθόντος και παρόντος μέσω ενστικτώδους βιώματος της παράδοσης στο παρόν έχει, κατά την γνώμη μας, την βάση της στην αντίληψη του Ελληνικού πολιτισμού ως οργανική ενότητα και ως αδιαίρετο όλο, δηλαδή, την θεωρία της ιστορικής συνέχειας που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Πριν ακόμη απο την δημιουργία της "Εθνικής Μουσικής Σχολής" στην Ελλάδα αναπτύσσεται μια θεωρία πάνω σε καθαρά ιδεολογικές βάσεις σύμφωνα με την οποία ο πολιτισμός του Βυζαντίου αποτελεί συνέχεια του Αρχαίου Ελληνικού. Αποτελεί μέρος του δόγματος της εθνικής ενότητας που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα το οποίο, σε ιστορικό επίπεδο, υποστηρίζει την ενότητα του ελληνικού έθνους δια μέσου των αιώνων, απο τους ομηρικούς ως τους βυζαντινούς και τους νεότερους χρόνους. Η θεωρία αυτή της ιστορικής συνέχειας, όπως σωστά παρατηρεί ο ιστορικός Πασχάλης Κιτρομηλίδης, 'επιχειρ[εί] να υπερβεί τις ανασφάλειες σχετικά με την εθνική ταυτότητα που πηγ[άζουν] απο τις πολιτιστικές αντινομίες ανάμεσα στα κυριότερα στοιχεία της ελληνικής κληρονομιάς, την κλασική Ελλάδα και το μεσαιωνικό χριστιανικό Βυζάντιο'.

Η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας η οποία δίνεται στον Ελληνικό πολιτισμό, επομένως, δημιουργείται ως μια αναγκαία χειρονομία για την δημιουργία εθνικής συνείδησης. Για να θέσουμε το ζήτημα και σε φιλοσοφικές βάσεις, ο μύθος του εθνικισμού, ή αλλιώς, η μεταφυσική του εθνικισμού, πρέπει να επιτρέπει στο άτομο να απαρνιέται το πεπερασμένο της ύπαρξής του στο όνομα της αλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι ο μύθος του εθνικισμού πρέπει να παράγει μια θεωρία είτε βασισμένη στην αρχή της οργανικής συνέχειας ενός έθνους (η οποία προϋποθέτει μια συλλογική ενότητα) είτε προτείνοντας ένα σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά το οποίο στοχεύει στην αθανασία. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι περισσότερο απο επιθυμητή η διαχρονικότητα του μύθου.

Ο τρόπος που ενστερνίζεται ο Μανώλης Καλομοίρης αξίες της παράδοσης προϋποθέτει, και ενδυναμώνεται απο, αυτή την θεωρία της ιστορικής συνέχειας, αφού, πρώτα απ'όλα, παράδοση για τον Καλομοίρη σημαίνει ό,τι απο το παρελθόν διατηρείται ζωντανό στο παρόν. Η συνύπαρξη παρελθόντος και παρόντος κρύβει μέσα της την [Χεγκελιανή] αρχή της 'οργανικής ανάπτυξης' (Werdens) και της συλλογικότητας (της ύπαρξης συλλογικής ενότητας), αρχές τις οποίες χωρίς ιδιαίτερες φιλοσοφικές προθέσεις υποστηρίζει ο Καλομοίρης μέσα απο τις ιδέες του αλλά και απο τον τρόπο χειρισμού της παράδοσης στα ίδια του τα έργα. Κατά συνέπεια, οι ιδέες του Καλομοίρη γίνονται θερμά αποδεκτές απο τον πνευματικό περίγυρο στην Ελλάδα εκείνης της εποχής ακριβώς γιατί εκφράζονται σε απόλυτη σύμπνοια με τις ιδέες που έχουν την μεγαλύτερη επιρροή γιατί δίνουν ισχύ και αξία στο δόγμα της εθνικής ενότητας, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στην συνέχεια.

Ιστορική συνέχεια στην μουσική ως οργανική ενότητα με 'ζωή': αντίληψη της πρόσληψης της παράδοσης μέσω ενστίκτου.

Κατά τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, ξένοι μουσικολόγοι οι οποίοι πραγματοποιούν την πρώτη συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (κυρίως οι Baud-Bovy και Merlier) υιοθετούν την ιδέα της συνέχειας απο την Αρχαία Ελληνική μουσική προς την δημοτική Ελληνική μουσική εκείνης της εποχής. Αντίστοιχα, η Βυζαντινή ιστορία εμφανίζεται ως πηγή έμπνευσης και άντλησης θεμάτων στον χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας.

Ανάμεσα στους Έλληνες μουσικούς εκείνης της εποχής, ο Γεώργιος Παχτίκος αναπτύσσει μια τέτοια θεωρία Ελληνικής πολιτισμικής συνέχειας και την υποστηρίζει με μεγάλο ενθουσιασμό, όπως πληροφορούμαστε απο το διαφωτιστικό κείμενο του Χάρη Ξανθουδάκη με τίτλο "Γεώργιος Παχτίκος και η Μουσική για το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα". Ο Παχτίκος, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Μανώλη Καλομοίρη, πιστεύει ότι η θεωρία της πολιτισμικής συνέχειας έχει ως αφετηρία τον Bourgault-Ducoudray, έναν φημισμένο συλλέκτη και εκδότη Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ο οποίος υποστηρίζει την ιδέα ότι στα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας η οποία διατηρείται σε αυτά.

Ο Καλομοίρης αναγνωρίζει το χρέος του προς τον δάσκαλό του λέγωντας ότι η επιμονή του Παχτίκου για την ελληνική μουσική, για την αρχαία τραγωδία και το δημοτικό τραγούδι, του έσπειρε τον πόθο της δημιουργίας ελληνικής μουσικής βασισμένη στην μουσική του λαού μας. Πέρα όμως απο χρέος, κατά την γνώμη μας, ο Καλομοίρης αναγνωρίζει στην θεωρία αυτή της πολιτισμικής συνέχειας την βασική αρχή που διέπει και την δική του αντίληψη για το παρελθόν. Το παρελθόν, για τον Καλομοίρη, είναι εμφυτευμένο στο παρόν και ως τέτοιο πρέπει να βιώνεται. Χαρακτηριστικά, σε μια ομιλία του με τίτλο "Ο Άγνωστος Μουσουργός του Δημοτικού Τραγουδιού", ο Καλομοίρης μιλάει για την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας μέσω του τονικού αισθήματος του λαού ως εξής:

"…Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στον Ελληνικό λαό ακόμη και σήμερα, όπως και σε μερικούς άλλους λαούς, παραμένει ολοζώντανο το τονικό σύστημα των παλαιών ήχων, που στη Δύση έχει εκτοπιστεί προ πολλού απο το σύστημα του μείζονα και του ελάσσονα τρόπου. Το τονικό αυτό αίσθημα ενώνει μέσα στο πέρασμα του χρόνου, σε μιαν αόρατη χρυσή αλυσσίδα, τον Ελληνικό λαό, όχι μόνο με την εκκλησιαστική του Βυζαντινή παράδοση, αλλά ακόμη και με τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που η πράξις της δυστυχώς μας είναι σχεδόν απρόσιτη". (Ο Μανώλης Καλομοίρης και η Ελληνική Μουσική: 14). Στην ίδια ομιλία του, ο Μανώλης Καλομοίρης αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι ως συνεχιστή της πανάρχαιης παράδοσης της ελληνικής μουσικής για 'να προσφέρει τη δάδα της' στο νεώτερο Έλληνα μουσικό και στο νεώτερο Ελληνικό πολιτισμό.

Αυτή η οργανική αντίληψη της ιστορίας, η αντίληψη δηλαδή της ιστορίας ως ένας ζωντανός οργανισμός στον οποίο το παρελθόν αντλεί την σημασία του μέσω της συνέχειας του στο παρόν, προϋποθέτει, και έρχεται σε σύμπνοια με, την θεωρία της ιστορικής συνέχειας ως εγγύηση για την αξία του παρόντος, όπως έχουμε προαναφέρει.

Η προτίμηση του Καλομοίρη προς την ζωντανή παράδοση του λαού μεταποιεί την έννοια της παράδοσης σε ένα κοινωνικό ιδανικό με δύναμη μεταμορφωτική, μια δύναμη που είναι σημαντική κοινωνική συνιστώσα της Ελλάδας των αρχών του εικοστού αιώνα η οποία αναζητάει κοινή πορεία έθνους και κράτους και την οποία θα αποκτήσει μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, με τις Βενιζελικές μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, η δύναμη της παράδοσης ως ζωντανός πολιτισμικός οργανισμός, ή αλλιώς, ως βάση της έκφρασης της τέχνης, είναι αυτή που θεωρείται ότι μπορεί να αναγεννήσει το έθνος μέσα στο Ελληνικό κράτος, κάτι που συνδέεται και με την ισχυροποίηση του αιτήματος για καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ως γλώσσα καθομιλούμενη.

Η αντίληψη της παράδοσης ως 'ζωντανός οργανισμός' ενσωματωμένος στο παρόν είναι διάχυτος σε όλες τις ιδέες του Καλομοίρη: για τη γλώσσα, τα δημοτικά τραγούδια και τον ίδιο τον ρόλο της τέχνης. Αυτή ακριβώς η στάση του Καλομοίρη προς την παράδοση, αφ'ενός τον διαφοροποιεί απο την 'ακαδημαϊκή' θεωρία του Παχτίκου για αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας και απο την 'ακαμπτη' αντίληψη του Γεωργίου Λαμπελέτ για την διατήρηση της 'πιστότητας' της γραφής της δημοτικής μουσικής στη σύγχρονη γραφή των συνθετών, αφ'ετέρου τον φέρνει πιο κοντά στις αναζητήσεις και τα 'πιστεύω' της διανόησης εκείνης της εποχής. Επιπλέον, οι δεσμοί του Καλομοίρη με σημαντικούς Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες δεν εντοπίζονται μόνο στην παραλληλία απόψεων του Καλομοίρη για την παράδοση στην μουσική με αυτές για την παράδοση στην ποίηση και την λογοτεχνία, αλλά ενισχύονται με την έμπρακτη υποστήριξη του Καλομοίρη της παράδοσης ως γλώσσα ζωντανή και καθομιλούμενη και με την αναγωγή της μουσικής στην σφαίρα της ποιητικής έκφρασης έχοντας πρότυπο τον χρησμένο ως 'εθνικό ποιητή' Κωστή Παλαμά, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ελληνική παράδοση ως γλώσσα ζωντανή, καθομιλούμενη.

Ιστορικά στοιχεία για το γλωσσικό ζήτημα:

Το γλωσσικό ζήτημα πηγάζει απο μια τάση "ελληνοκεντρική". Όπως μας πληροφορεί ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, πρώτος ο Δ.Καταρτζής, το 1815, χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη 'έθνος' ως προσδιορισμένη απο την καθομιλούμενη γλώσσα. Η ιδέα αυτή αποτελεί για τον Καταρτζή το βασικότερο αξίωμα της επιχειρηματολογίας του υπέρ της γλωσσικής μεταρρύθμισης που θα ανύψωνε την ομιλούμενη νέα ελληνική σε μια απο τις κυριότερες γλώσσες του πολιτισμού. Στα τέλη του δέκατου ένατου και τις αρχές του εικοστού αιώνα, μελέτες του Ελληνικού φολκλόρ, οι περισσότερες πραγματοποιημένες απο ξένους, δίνουν νέα βαρύτητα και σπουδαιότητα στην δημοτική γλώσσα. Ο Ψυχάρης δημοσιεύει το βιβλίο του Το Ταξίδι μου, το 1888, στη λεγόμενη 'μαλλιαρή' δημοτική γλώσσα και ξεσηκώνει πολλές διαμάχες. Σταδιακά η γλωσσική μάχη κερδίζεται, καθώς ποιητές και λογοτέχνες κάνουν χρήση της δημοτικής γλώσσας, παρ'όλο που η καθαρεύουσσα παραμένει η επίσημη γλώσσα του κράτους, της εκκλησίας και της εκπαίδευσης στις αρχές του εικοστού αιώνα. Επι εποχής Βενιζέλου, η μάχη έχει κερδηθεί τουλάχιστον μέχρι την δικτατορία του Μεταξά.

Η ίδια αντίληψη του Καλομοίρη για την παράδοση ως ζωντανή τεκμηρίωση μέσω του παρόντος, τον καθιστά ένθερμο οπαδό της δημοτικής γλώσσας, κάτι που έχει άμεση συνέπεια την άμεση και χωρίς ενδιασμούς υποστήριξή του απο σημαντικούς ομοϊδεάτες ποιητές και λογοτέχνες. Έτσι, σε σύμπνοια με σημαντικούς εκπροσώπους της τέχνης και των γραμμάτων εκείνης της εποχής, ο Μανώλης Καλομοίρης δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με ένα κίνημα το οποίο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στον Ελληνικό πολιτιστικό περιβάλλον εκείνης της εποχής. Συγχρόνως, δημιουργεί έναν μύθο με το να θεωρεί σαν δεδομένη την σπουδαιότητα της χειρονομίας του να υπηρετήσει το Ελληνικό Έθνος για να πραγματώσει τους πόθους του για πολιτιστική αναγέννηση.

Το 1908, το ελληνικό περιοδικό Νουμάς ανακοινώνει την συναυλία του Καλομοίρη και εκδίδει το πρόγραμμά της μαζί με ιδέες του συνθέτη για τον τρόπο δημιουργίας ελληνικής μουσικής σε ακραία δημοτική γλώσσα. Ως συνέπεια, ο μεγάλος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς αφιερώνει ένα ποίημά του στον Μανώλη Καλομοίρη, με τίτλο Στο μουσικό Μανόλη Καλομοίρη (15/6/1908), προαναγγέλοντας τις απαρχές μιας μακρόχρονης φιλίας. Επίσης, ο Ψυχάρης δημοσιεύει λίγο αργότερα την ίδια χρονιά (12/10/1908) το ένα πλάι στο άλλο τα ποιήματά του Αγάπη, αφιερωμένο στον Παλαμά, και Πέρα Πέρα, αφιερωμένο στον Καλομοίρη. Πολλοί συγγραφείς βλέπουν τότε τον Καλομοίρη ως αυτόν που θα πάρει τα ηνία της μουσικής όπως πήρε τα ηνία της ποίησης ο Κωστής Παλαμάς. Έτσι, ο νεαρός τότε συνθέτης τυχαίνει θερμής υποστήριξης σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων οι οποίοι ενθαρρύνουν αυτόν και τα εθνικά του ιδεώδη χωρίς δισταγμό αφού, αν μη τι άλλο, τα ίδια ιδανικά ενδυναμώνουν τους δικούς τους αγώνες και διεκδικήσεις. Η χρονιά του 1908 πυροδοτεί την αρχή της υποστήριξης αυτής. Έτσι, ο μύθος που διαπλέκεται γύρω απο την χειρονομία του Καλομοίρη να 'αναστηλώσει' την μουσική του Ελληνικού έθνους, τοποθετημένος στα πλαίσια ενός πλατύτερου περιβάλλοντος πολιτιστικών αξιών, αναδεικνύεται και καθιερώνεται ακόμα πιο πολύ εξ'αιτίας της υποστήριξής του απο σημαντικούς ανθρώπους της ποίησης και της λογοτεχνίας οι οποίοι, μάλιστα, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στα πολιτιστικά δρώμενα εκείνης της εποχής.

Ενδυνάμωση του ρόλου του φύλακα της μουσικής παράδοσης μέσω της αντιστοιχίας "Εθνικός ποιητής (Κωστής Παλαμάς)-Εθνικός συνθέτης (Μανώλης Καλομοίρης)".

Η σπουδαιότητα του ρόλου της λογοτεχνίας και ποίησης στην ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Κατά τον σχηματισμό της 'εθνικής συνείδησης', η Ελληνική λογοτεχνία αναλαμβάνει τον ρόλο του φύλακα της παράδοσης και τα έργα της γίνονται αποδεκτά ως εθνικοί θησαυροί. Όχι μόνο η λογοτεχνία αλλά και η ποίηση παίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά τον προσδιορισμό του 'τι είναι Ελληνικό', αφού, αν μη τι άλλο, οι Έλληνες εκφραζόμαστε ευκολότερα και αμεσότερα μέσω της ποίησης. Ένας τέτοιος ρόλος της ποίησης ενδυναμώνει την σπουδαιότητα του 'χρησμού' ενός συνθέτη ως 'εθνικός', όταν παραλληλίζεται το έργο του συνθέτη αυτού, στην προκειμένη περίπτωση του Μανώλη Καλομοίρη, με αυτό του Κωστή Παλαμά ο οποίος αναγνωρίζεται πολύ πριν τον θάνατό του ως εθνικός μας ποιητής. Αυτή την αντιστοιχία ο ίδιος ο Καλομοίρης υπογραμμίζει διαρκώς και στα γραπτά και στα έργα του μιλώντας για τον θαυμασμό του στο πρόσωπο του Παλαμά, αφιερώνοντας έργα του σ'αυτόν, μελοποιώντας ποιήματά του και υποστηρίζοντας την 'Παλαμική ιδέα', όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω.

Κατά τον Καλομοίρη, πρέπει να υπάρχει ουσιαστικός παραλληλισμός ανάμεσα στην Ελληνική ποίηση και την Ελληνική μουσική γιατί, γι'αυτόν, μουσική σύνθεση σημαίνει ποίηση.

Η αντίληψη του Καλομοίρη της μουσικής παράδοσης ως παρόν, μέσω του ενστίκτου (αφού ο συνθέτης πρέπει να κατανοεί με την 'ψυχή' του τα δημοτικά τραγούδια) δημιουργεί απο μόνη της παραλληλισμούς με την ποίηση. Ο παραλληλισμός μουσικής και ποίησης απο τον Καλομοίρη έχει σχέση με μια γενικότερη 'προκατάληψη', όπως την χαρακτηρίζει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος στο δοκίμιό του Το Ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα, εκείνης της εποχής, σύμφωνα με την οποία 'η ποίηση ως λογοτεχνικό είδος εκπροσωπεί το εσωτερικό, υποκειμενικό, μουσικό και συμβολικό στοιχείο, ενώ η πεζογραφία εκπροσωπεί το εξωτερικό, αντικειμενικό και πραγματολογικό ή και πραγματιστικό στοιχείο (σσ.387-88), κάτι που υποστηρίζεται και απο τον Κωστή Παλαμά, όπως διαβάζουμε παραδείγματος χάρη στον 10ο τόμο της Ποιητικής του (τομ.10ος: 536).

Ο παραλληλισμός ποίησης και μουσικής, για τον Καλομοίρη, βασίζεται κατά πολύ στην παρόμοια πρόσληψη της παράδοσης απο την ποίηση και την μουσική. Χαρακτηριστικά, στην ομιλία του με τίτλο "Παγκόσμιος ή Εθνική Μουσική", ο συνθέτης αναφέρει τα εξής:

"Ονειρεύομαι για τη μουσική μας κάτι ανάλογο που κατώρθωσε η ποίηση στα νεοελληνικά γράμματα.

Κάτι που νάχει τόση σχέση με το λαϊκό μοτίβο, όση έχουνε οι στίχοι του Παλαμά, του Σολωμού, του Βαλαωρίτη, του Σικελιανού, με τη δημοτική ποίηση" (:18).

Ο Παλαμάς, πράγματι, αντιλαμβάνεται την παράδοση του ελληνικού λαού να ανοίγει νέους δρόμους στην ποίηση, όπως αναφέραι στον πρόλογό του στα Τραγούδια της Πατρίδας μου, γραμμένος το 1931. Για τον Παλαμά, η λαογραφία, το δημοτικό τραγούδι, η δημοτική παράδοση, η δημοτική γλώσσα και ο δημοτικός βίος είναι αυτά που θέτουν τις βάσεις για μια νέα ελληνική ποίηση, κάτι που έρχεται σε απόλυτη σύμπνοια με τις ιδέες του Καλομοίρη για την χρήση της παράδοσης στη μουσική. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καλομοίρης εκφράζει την ιδέα του ότι το πλάτεμα του δημοτικού τραγουδιού μέσω της γραφής της έντεχνης ελληνικής μουσικής είναι ανάλογο με κείνο που έκαναν στο στίχο ο Σολωμός και ο Παλαμάς. Ο Καλομοίρης, επιπλέον, προσθέτει στην ερμηνεία που δίνει για την παράδοση ότι τα θεμέλια στην νεοελληνική μουσική τα θέτει μαζί με το δημοτικό τραγούδι και ο Κωστής Παλαμάς. Με άλλα λόγια, ο Παλαμάς είναι, για τον Καλομοίρη, ο θεμελιωτής της νεοελληνικής μουσικής και ο ποιητικός προφήτης της Νέας Ελλάδας.

Τέλος, ο θαυμασμός που τρέφει ο Καλομοίρης στο πρόσωπο του Κωστή Παλαμά δημιουργεί κεντρικό άξονα αναφοράς την "Παλαμική Ιδέα". Η ιδέα αυτή, κατά τον Καλομοίρη, διαμορφώνει τη ζωντανή γλώσσα του Ελληνικού λαού. Η αναφορά του Καλομοίρη στην "Παλαμική Ιδέα", πιθανόν να αντανακλάει και την ερμηνεία της απο τους κριτικούς της εποχής εκείνης ως εκδοχή της "Μεγάλης Ιδέας", αντισταθμίζοντας έτσι μέρος του απελπιστικού κενού που άφησε πίσω της η διάλυση της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό γίνεται φανερό, παραδείγματος χάρη, στις ιδέες που γράφει ο Καλομοίρης για την Παλαμική του συμφωνία και, ιδιαίτερα, αναφερόμενος στην φιγούρα του γύφτου από τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου" του Παλαμά, ως εξής: "Τους δικούς του [δηλαδή, του γύφτου] πόθους και το αιώνιο πανηγύρι της ψυχής του [πρέπει νάχη ο ακροατής υπ'όψει του] όταν οραματίζεται την Πύλη του Ρωμανού και την αιώνια Πόλη του γένους, όπως την ξαγνάντεψεν ολόλαμπρη στον Ήλιο μια δοξασμένη μέρα, που αλοίμονο έσβησε όπως "σβύνουνε λειβάδια από μάϊσσες φυτρωμένα με γητειές".

Συμπερασματικά, οι προαναφερόμενοι συσχετισμοί συνθέτη και ποιητή εξηγούν και εγκαθιδρύουν την αντίληψη του παραλληλισμού του Μανώλη Καλομοίρη, ως ηγέτη της εθνικής μουσικής, με τον Κωστή Παλαμά, ως ηγέτη της εθνικής ποίησης.

 

Αισθητικοποίηση του εθνικισμού: Ο μύθος της 'ελληνικότητας' με κεντρικό στοιχείο την παράδοση.

Η 'ελληνικότητα' ως ιδεολόγημα καθιερώνεται την δεκαετία του '30. Εκείνη την εποχή, όπως διαβάζουμε στο δοκίμιο του Δημήτρη Τζιόβα Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού και το Ιδεολόγημα της Ελληνικότητας στον Μεσοπόλεμο, ο όρος αυτός 'ανέκυψε και συζητήθηκε πολύ'.

Την δεκαετία του '30 παρατηρείται μια ισχυρή στροφή προς την παράδοση η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την ερμηνεία της 'ελληνικότητας' ως έννοια που σηματοδοτείται και αντλεί την σημασία της μέσα απο την διαχρονικότητά της.

Σημαντικός λόγος για την στροφή στην παράδοση την περίοδο του μεσοπολέμου είναι οι κοινωνικές αναστατώσεις που λαμβάνουν μέρος εκείνη την εποχή. Κοινωνικές αναστατώσεις δημιουργούνται κατά την εποχή του μεσοπολέμου όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Δύο σημαντικά γεγονότα σημαδεύουν τις απαρχές μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας απο το 1922 και έπειτα: πρώτον, η εγκατάλειψη της "Μεγάλης Ιδέας" μετά την Μικρασιατική καταστροφή και η μετανάστευση μεγάλου μέρους ελληνόφωνου πληθυσμού απο εκεί στην Ελλάδα και, δεύτερον, το χάσιμο της πίστης σε σημαντικές ανθρωπιστικές αξίες, κάτι το οποίο ισχύει για όλη την Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Όπως πολύ σωστά έχει διατυπώσει ο Thomas Mann, σε διάλεξη που έδοσε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ογδόντα χρόνων από την γέννηση του Siegmund Freud, είναι ιδιαίτερα σημαντική και σημασιολογικά φορτισμένη η κίνηση "προς τα πίσω" που επιχειρεί το άτομο, ή μια ηγετική προσωπικότητα, ή ένας λαός, όταν βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της εξελικτικής του πορείας. Επομένως, λόγω των απότομων κοινωνικών αλλαγών και αναστατώσεων εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, ο κόσμος νιώθει την ανάγκη να στραφεί στην παράδοση

Κατά συνέπεια, κοινή κατεύθυνση της γενιάς του '30 αποτελεί όχι μόνο η γνώση αλλά και η αναγκαιότητα της γνώσης της παράδοσης. Επιπλέον, η 'παράδοση' και η 'ελληνικότητα' από τις αρχές ακόμα του εικοστού αιώνα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, δεν εμφανίζονται ως έννοιες ιστορικά καθιερωμένες στην Ελλάδα αλλά ως 'υφέρπουσες ιστορικές συνιστώσες' ή 'αφηρημένες άχρονες οντότητες διαισθητικά προσεγγίσιμες και αισθητικά προσλήψιμες'.

Η προαναφερόμενη άποψη, η οποία αναφέρεται στην ουσιαστική σμίξη της πολιτικής και ηθικής με την αισθητική στις διατυπώσεις απόψεων και εννοιών γύρω απο θέματα εθνικής ταυτότητας, επιβεβαιώνεται και μέσα απο γραπτές διατυπώσεις ιδεών στον χώρο της μουσικής, προερχόμενες κυρίως απο την νεοελληνική Εθνική Μουσική Σχολή και, ακόμα περισσότερο, απο τον Μανώλη Καλομοίρη, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Το καλό ηθικό πρότυπο εμφανίζεται με συγκεκριμένο αισθητικό κώδικα στη μουσική γλώσσα (διατονικό και 'παραδοσιακό') και το κακό ηθικό πρότυπο έχει διαφορετικό αισθητικό κώδικα που φαίνεται ότι επικεντρώνεται όχι μόνον σε ότι νοείται 'μοντέρνο' (δηλαδή στον ατονισμό και τον δωδεκαφθογγισμό) αλλά και σε ότι θεωρείται εμπορικό και επιφανειακό (κυρίως στην ιταλική μουσική).

Ο Μανώλης Καλομοίρης απο τις αρχές του εικοστού αιώνα, περιστρέφει τις βασικότερες κατευθύνσεις των αισθητικών του αναζητήσεων γύρω απο την απάντηση του ερωτήματος 'τί είναι ελληνική μουσική και με ποιόν τρόπο επικοινωνεί με την ελληνική ψυχή'. Ο Γεώργιος Λαμπελέτ, επίσης ένας απο τους θεμελιωτές της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, μιλάει για την 'εθνική μουσική' στο περιοδικό Παναθήναια το 1901 τον ορισμό της οποίας αποκρυσταλλώνει αρκετά περιεκτικά στο άρθρο του "Εθνικισμός εις την τέχνην και η Ελληνική Δημώδης Μουσική", γραμμένο το 1928. Με βάση την πεποίθηση ότι αληθινή τέχνη είναι μόνο η εθνική, ο Γ.Λαμπελέτ δίνει τον ακόλουθο ορισμό γι'αυτήν: 'Ως νασιοναλιστική τέχνην συνήθως εννοούμεν την τέχνην την αντλούσαν την υπόστασίν της απο το πνεύμα των λαϊκών προτύπων, εις τα οποία ευκρινέστερα και αγνότερα αντανακλάται η ψυχή και ο χαρακτήρας μιας ωρισμένης φυλής'. Για να ισχυροποιήσει τον ορισμό που δίνει στην 'εθνική τέχνη', χρησιμοποιεί ως παραδείγματα τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ οι οποίοι δημιούργησαν, κατά τον Λαμπελέτ, έργο που συγχρόνως ενσωμάτωνε τα χαρακτηριστικά της γερμανικής φυλής και ήταν παγκοσμίου επιβολής.

Εκπρόσωποι της Νεοελληνικής εθνικής Μουσικής Σχολής συχνά και συστηματικά αντλούν στοιχεία απο γερμανικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της λεγόμενης 'ελληνικής ψυχής'. Ο βασικός λόγος που ωθεί σε κάτι τέτοιο, κάτι που φαίνεται κυρίως στις ιδέες και το έργο του Καλομοίρη, έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο έλληνες διανοούμενοι και καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν ευρωπαϊκά δείγματα πολιτισμού εκείνη την εποχή και ο οποίος είναι στηριγμένος στην πεποίθηση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει την ελληνικότητα ως κέντρο αναφοράς. Στον χώρο της μουσικής κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο έλληνας μουσικός ακολουθεί άλλης εθνικότητας μουσικά πρότυπα όταν είναι πεπεισμένος ότι τα πρότυπα αυτά δεν αλλοιώνουν αλλά ενισχύουν την ελληνικότητα της δημιουργίας του. Την εποχή του μεσοπολέμου, αναπτύσσεται σεβαστού μεγέθους μουσική αρθρογραφία αναφερόμενη στο έργο γερμανών συνθετών, στην οποία αναπτύσσεται η αντίληψη ότι οι γερμανοί συνθέτες είτε έχουν ισχυρές επιρροές απο τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό είτε ο τρόπος που χειρίζονται την παράδοσή τους πρέπει να είναι υποδειγματικός για τον έλληνα συνθέτη γιατί είναι ο τρόπος με τον οποίο οι γερμανοί συνθέτες εκφράζουν την ψυχή του λαού τους. Αντίθετα, στην αναζήτηση της έκφρασης του αληθινού της ψυχής που συμπίπτει με την ελληνικότητα, τα ιταλικά πρότυπα αντιμετωπίζονται σαν στερούμενα μιας τέτοιας σημασίας και, άρα, χωρίς καμία σχέση προς τις αναζητήσεις αυτές .

Συμπερασματικά, κατά την επικρατούσα άποψη του '30 στον χώρο της μουσικής, την οποία υποστηρίζει και αναπτύσσει κυρίως ο Μανώλης Καλομοίρης, τα ιταλικά πρότυπα ενθαρρύνουν την μίμηση των ξένων απο τους έλληνες καλλιτέχνες και τα πρωτοποριακά μουσικά στοιχεία απειλούν την ελληνικότητα της τέχνης με το να θέτουν την τέχνη έξω απο την παράδοσή της, με το να εκτοπίζουν δηλαδή τα ζωτικά εκείνα στοιχεία απο τα οποία θεωρείται ότι η 'ελληνικότητα' αντλεί νόημα και μορφή. Αντίθετα, η ελληνική παράδοση, όπως και οι τρόποι με τους οποίους ευρωπαίοι -κυρίως, γερμανοί- συνθέτες αντλούν στοιχεία και έμπνευση απο την παράδοση των χωρών τους, είναι τα εργαλεία με τα οποία ο έλληνας συνθέτης ανοικοδομεί το έργο του. Τα έργα στα οποία αναγνωρίζονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά θεωρούνται ελληνικά και, επομένως, άξια προβολής στο κοινό.

Όλες οι παραπάνω αντιλήψεις, οι οποίες στρέφονται στην σύζευξη παράδοσης και Ευρωπαϊκών πολιτισμικών στοιχείων, στο μέτρο που αυτά τα στοιχεία δεν θεωρούνται ότι απειλούν την 'ελληνικότητα', αναπτύσσονται και υποστηρίζονται κυρίως απο τον Μανώλη Καλομοίρη και γίνονται θερμά αποδεκτές απο τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο στην Ελλάδα. Επιπλέον, βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια με το κεντρικό ζήτημα για το ελληνικό έθνος κατά την χρονική περίοδο μετά το 1923. Όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή της ανακοίνωσής μας, το ζήτημα αυτό μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς: πως δηλαδή θα ξεχωρίσουμε απο τα άλλα έθνη και πως θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα, κάτι που οδηγεί στην δημιουργία του ιδεολογήματος της 'ελληνικότητας'. Η αρχή της διαφοράς προϋποθέτει σύγκριση. Με βάση αυτή την σύγκριση, ο Καλομοίρης και η "Εθνική Μουσική Σχολή" υιοθετούν αρχές απο Ευρωπαϊκά πρότυπα στο βαθμό που αυτά ενισχύουν τις ιδιαιτερότητες του ελληνισμού και τον διαφοροποιούν απο τα άλλα Ευρωπαϊκά έθνη. Έτσι, και στη διάρκεια του μεσοπολέμου ενισχύεται ο ρόλος του Καλομοίρη στην μουσική ζωή στην Ελλάδα καθώς οι βασικές αρχές των αναζητήσεων και ιδεών του, στις οποίες κεντρικό στοιχείο αποτελεί η παράδοση, ταυτίζονται με τις σημαντικότερες του πλατύτερου πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Επίλογος

Ως επίλογος, η ελληνική πνευματική παράδοση αντανακλάται με ποικίλους τρόπους στις αναπτυσσόμενες ιδέες του Μανώλη Καλομοίρη στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. 'Οπως επιχειρήσαμε να αναλύσουμε, μέσω της ουσιαστικής σχέσης του με κυρίαρχες στάσεις προς την παράδοση στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, ο Καλομοίρης αναδεικνύεται στο προσκήνιο της μουσικής ζωής σε αντίθεση με άλλους συνθέτες λιγότερο δεκτικούς προς τις ιδέες αυτές, κυρίως τους ανήκοντες στην "Ιόνια Μουσική Σχολή", οι οποίοι, κατά συνέπεια, τοποθετούνται στο περιθώριο. Οι τρόποι με τους οποίους ο Καλομοίρης κατανοεί την Ελληνική πνευματική παράδοση τυχαίνουν θετικής, έως και θερμής, υποδοχής και υποστήριξης απο την ελίτ της διανόησης εκείνης της εποχής. Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν θέματα που αφορούν τον προσδιορισμό της 'ελληνικότητας' κυριαρχούν στην σύγχρονη διανόηση, 'ανθίζει' η "Εθνική Μουσική Σχολή" με την ηγεσία του Καλομοίρη. Μετά την απελευθέρωση απο τη Γερμανική κατοχή (1944), επανεμφανίζονται τους εθνικιστικές ιδέες. Κατά συνέπεια, οι ιδέες της "Εθνικής Μουσικής Σχολής" αναδεικνύονται στο βάθρο του δόγματος και της αυθεντίας σχεδόν μέχρι το 1960, εποχή που οι Έλληνες συνθέτες αρχίζουν να απομακρύνονται απο αυτές υιοθετώντας τις αρχές του μοντερνισμού στην μουσική τους, ενώ βρίσκονται τουλάχιστον τρεις δεκαετίες πίσω απο τη σύγχρονη μουσική δημιουργία στην Ευρώπη.