ΧΡΙΣΤΙΝΑ Γ. ΒΕΡΓΑΔΟΥ

Το Μοντσενίγειο Αρχείο Ελληνικής Μουσικής

Είναι γεγονός ότι πολλοί ερευνητές έχουν επιχειρήσει και, σε αρκετές περιπτώσεις, συγκροτήσει με επιτυχία αρχεία ελληνικής μουσικής. Δυστυχώς, όμως, είναι αναπόφευκτη η ατυχής κατάληξη των περισσότερων από αυτές τις προσπάθειες, οι οποίες είτε διακόπτονται (οπότε αναγκαστικά καλύπτουν περιορισμένο χρονικά εύρος) ή οι συλλογές αχρηστεύονται και καταστρέφονται. Κύρια αιτία του τελευταίου φαινομένου το γεγονός ότι τέτοιες προσπάθειες στηρίζονται συνήθως σε πρωτοβουλίες ιδιωτών, οι οποίοι όταν σταματούν τις ερευνές τους κληροδοτούν τα αρχεία τους σε κληρονόμους ή ιδρύματα. Οι αποδέκτες, εφόσον δεν σχετίζονται καθόλου με τα αρχεία, τα αντιμετωπίζουν είτε ως μεγάλο βάρος είτε ως ανεκτίμητο θησαυρό. Και στις δύο περιπτώσεις η βεβιασμένη και άλογη αντιμετώπιση του ζητήματος αποβαίνει καταστροφική για το υλικό.

Ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ιστορικά αρχεία σχετικά με την ελληνική μουσική, κυρίως του νεώτερου ελληνικού κράτους, συστάθηκε από τον Σπύρο Μοτσενίγο. Η κερκυραϊκή καταγωγή του μουσικού και το έντονο ενδιαφέρον του για την ελληνική μουσική τον ώθησαν να συνειδητοποιήσει την ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου αρχείου. Η αδιαφορία των αρμόδιων για τη διάσωση αυτού του ιστορικού υλικού πολιτειακών φορέων και η τεράστια αξία του υλικού ήταν τα βασικά του κίνητρα.

Αναμφισβήτητα ο Μοτσενίγος υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και ανήσυχη προσωπικότητα. Η καλλιτεχνική σταδιοδρομία του και οι προσωπικές του διασυνδέσεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αρχείου. Εξάλλου, η συστηματικότητα και η επιμονή του κατά τη διαδικασία της συλλογής του υλικού είναι προφανείς τόσο στην ποικιλία του υλικού όσο και στον τρόπο με τον οποίο αυτό κατατάσσεται.

Συγκεκριμένη μέθοδος και σχεδιασμός για τη συλλογή του υλικού δεν ακολουθήθηκε – σύμφωνα, τουλάχιστον, με ό,τι μπορώ να συμπεράνω από τη μελέτη του αρχείου και από γραφόμενα του Μοτσενίγου στο δοκίμιο: “Μελέτη για ένα ιστορικό αρχείο νεοελληνικής μουσικής και κρίσεις για το σύγγραμα Νεοελληνική μουσική”. Αρχικό και κύριο κίνητρο του Μοτσενίγου υπήρξε η αντίληψη της ανάγκης να διασωθεί κάτι από αυτό το τμήμα του ελληνικού πολιτισμού, του οποίου τη σημασία ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν ακόμα και μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος στο δοκίμιο που προαναφέρθηκε, ταξίδεψε πολύ με αντίξοες συνθήκες σε όλη την Ελλάδα για να εντοπίσει το παραμικρό στοιχείο που θα μπορούσε να έχει σχέση με την νεοελληνική μουσική. Δεν είναι, βέβαια, απαραίτητο να αναφερθούν οι πρακτικές δυσκολίες (κυρίως, οικονομικές και αυτή της έλλειψης ιστορικών αρχείων) αλλά και τα προσκόμματα που αντιμετώπισε από τους έχοντες κάποια σχέση με το αντικείμενο των ερευνών του. Αυτά είναι, εξάλλου, ζητήματα που κάθε ερευνητής της νεοελληνικής μουσικής καλείται, ακόμα και σήμερα, να αντιμετωπίσει.

Η βασική τακτική που ακολούθησε κατά τη διαδικασία συλλογής του υλικού συνοψίζεται στην αξιοποίηση του παραμικρού χαρτιού, φωτογραφίας ή χειρογράφου που ανακάλυπτε, έχοντας συναίσθηση της έλλειψης κρατικής μέριμνας για τη διάσωση αυτού του ιστορικού υλικού. Αυτή η στάση του διαφαίνεται τόσο στα γραφόμενα του Μοτσενίγου όσο και στο είδος του αρχειακού υλικού και την κατάταξή του. Έτσι μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι στους φακέλλους του αρχείου εντοπίζονται αρκετά συχνά ντοκουμέντα χωρίς ιδιαίτερη συνοχή μεταξύ τους και κατατάσσονται σε έναν φάκελλο επειδή τυχαίνει να έχουν κάποια σχέση με το γενικό αντικείμενο του φακέλλου.

Αξίζει να αναφερθώ με συντομία σε μια χαρακτηριστική ιστορία σχετικά με τον Σπυρίδωνα Σαμάρα, που διασώζει ο Μοτσενίγος σε ένα σημείωμά του, για να γίνουν κατανοητά τα προαναφερθέντα αλλά και γιατί δύσκολα θα εντοπίζαμε τη συγκεκριμένη ιστορία σε κάποια άλλη ιστορική πηγή. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το σημείωμα του Μοτσενίγου ο Σαμάρας, κατά την περίοδο διαμονής του στη Γαλλία, βρισκόταν με τον Άραμι – τον γνωστό Έλληνα τραγουδιστή που είχε ασχοληθεί με την εναρμόνιση και εκτέλεση δημοτικών τραγουδιών – σε κάποιο εστιατόριο που σύχναζε. Ο συνθέτης, έχοντας πλήξει από τα φαγητά του εστιατορίου, πρότεινε στον σερβιτόρο μία συνταγή με κοτόπουλο και μπάμιες˙ αυτή η συνταγή, σύμφωνα με τη διήγηση του σημειώματος, έμεινε γνωστή ως “κοτόπουλο αλά Σαμάρα”.

Παρά τον κάπως ευτράπελο και ανάλαφρο χαρακτήρα αυτής της ιστορίας δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το γεγονός ότι παρόμοιες αφηγήσεις σκιαγραφούν το γενικό κλίμα της εποχής και συντείνουν στη σύνθεση μιας όσον το δυνατόν ολοκληρωμένης εικόνας γύρω από αυτή. Ανάλογα περιστατικά, σοβαρά ή ευτράπελα, περιγράφονται και σχετικά με άλλα θέματα.

Θα χαρακτήριζα την κατάταξη του υλικού μάλλον εμπειρική. Η διαίρεσή του γίνεται σε ενότητες – άλλοτε μεγαλύτερης και άλλοτε μικρότερης ευρύτητας – οι οποίες αποτελούν και τις επιγραφές των φακέλλων. Η κάθε ενότητα αφορά σε κάποιο συνθέτη, εκτελεστή ή φορέα (φιλαρμονική εταιρεία, ωδείο, μουσικό οργανισμό, θέατρο). Αρκετοί, επίσης, είναι οι φάκελλοι που αναφέρονται σε βυζαντινούς μελουργούς και στην ελληνική δημοτική μουσική˙ με αυτό το υλικό, όμως, δεν έχω ασχοληθεί και δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω τη σπουδαιότητά του.

Ο κάθε φάκελλος περιέχει όλα τα σχετικά με το θέμα του φακέλλου ντοκουμέντα που είχε εντοπίσει στην πορεία των ερευνών του ο Μοτσενίγος. Αυτά συνήθως είναι:

  1. Έγγραφα που μεταφέρουν βιογραφικά στοιχεία σχετικά με το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο φάκελλος (π.χ. ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως ή θανάτου, σημειώματα, προγράμματα συναυλιών και διάφορα έγγραφα που δηλώνουν τις σχέσεις του προσώπου με τις Φιλαρμονικές Εταιρείες και τη θέση του στη μουσική ζωή των Επτανήσων).
  2. Φωτογραφικό υλικό σχετικό με Επτανήσιους μουσουργούς και μουσικούς, Φιλαρμονικές Εταιρείες, μπάντες, ιδρύματα και χώρους των Επτανήσων.
  3. Δημοσιεύματα από τον τύπο (κυρίως κερκυραϊκό) σχετικά με την επτανησιακή μουσική ζωή (θέατρα, φιλαρμονικές, μουσικά έργα), συνθέτες και τον Σπύρο Μοτσενίγο.
  4. Άρθρα, διαλέξεις και κείμενα μουσικών, φιλομούσων και προσώπων που σχετίζονταν με τις φιλαρμονικές για διάφορα θέματα (φιλαρμονικές, ελληνική μουσική, κερκυραϊκά θέατρα, κ.λπ.).
  5. Αλληλογραφία του Μοτσενίγου με διάφορα πρόσωπα σχετικά με θέματα που ερευνούσε ο ίδιος. Στις επιστολές αυτές είτε του προσέφεραν στοιχεία σχετικά με τα αντικείμενα των ερευνών του (π.χ., ιστορία των φιλαρμονικών κάποιας περιοχής της Ελλάδας) είτε τον συνέχαιραν για το έργο του.
  6. Χειρόγραφες παρτιτούρες Ελλήνων συνθετών, κυρίως Επτανήσιων. Από αυτές που έχω συναντήσει αναφέρω ενδεικτικά έναν δεμένο τόμο με τις συμφωνίες του Μάντζαρου και ένα ανέκδοτο χορωδιακό έργο του Σπυρίδωνος Σαμάρα.

Στο πρώτο στάδιο της έρευνάς του ο ερευνητής μπορεί να ενημερωθεί σχετικά με το αρχείο από ένα “Βιβλίο εισαγωγής” (τον μόνο κατάλογο που έχω δει), το οποίο αναφέρει τους φακέλλους του αρχείου με αύξοντα αριθμό, το θέμα κάθε φακέλλου, τον αριθμό τεμαχίων (στις περιπτώσεις που το υλικό ενός “φακέλλου” είναι χωρισμένο σε δύο ή περισσότερους επιμέρους φακέλλους) και τον αριθμό των σελίδων που περιέχει ο κάθε φάκελλος. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το “Βιβλίο εισαγωγής” δημιουργήθηκε – σύμφωνα με ό,τι μπορώ να συμπεράνω – για να καλύψει τις αρχικές ανάγκες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, και ενδεχομένως λειτούργησε ως καταστατικό παράδοσης του αρχείου ανάμεσα στους συμβαλλόμενους γα τη δωρεά. Είναι, επομένως, αναμενόμενο να στερείται ακρίβειας και συστηματικότητας. Έτσι όταν διαβάζει κανείς την επιγραφή “Σπύρος Σαμάρας” επάνω σε έναν φάκελλο δεν υποψιάζεται τι μπορεί να περιέχει ο σχετικός φάκελλος ούτε φαντάζεται ότι σε φακέλλους που αφορούν, για παράδειγμα, τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας μπορεί να υπάρχουν σημαντικά στοιχεία για Επτανήσιους συνθέτες που διετέλεσαν καθηγητές ή διοικητικά στελέχη της Φιλαρμονικής.

Αυτά τα γεγονότα δυσχεραίνουν υο έργο του μελετήτη καθώς απαιτείται αρκετός χρόνος ενασχόλησης με το αρχείο προκειμένου να σχηματίσει σαφή και συνολική εικόνα σχετικά με αυτό. Δυστυχώς η εύρεση στοιχείων σχετικά με κάποιο συγκεκριμένο θέμα δεν είναι πάντα εφικτή. Συχνά ο ερευνητής ανακαλύπτει τυχαία ντοκουμέντα που πιθανότατα τον ενδιαφέρουν καθώς, όπως προαναφέρθηκε, για την αρχειοθέτηση του υλικού δεν ακολουθήθηκε συγκεκριμένη μέθοδος. Το αρχείο είναι προσιτό μόνο σε ερευνητές λόγω της σπανιότητας του υλικού.

Οι υπεύθυνοι του αρχείου με πληροφόρησαν ότι υπάρχει αναλυτικός κατάλογος ο οποίος, όμως, δεν είναι προσβάσιμος από το κοινό προς το παρόν.

Η μεγάλη σπουδαιότητα του Μοτσενίγειου Αρχείου συνίσταται σε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

  1. Είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς κατά νου την μοναδικότητα των περισσότερων ντοκουμέντων που συναντά στο Μοτσενίγειο Αρχείο. Τα χειρόγραφα μουσικά έργα είναι είτε ιδιόγραφα συνθετών είτε μεταγραφές πρωτοτύπων έργων για μπάντα. Εικάζω ότι οι μεταγραφές γίνονταν για την ικανοποίηση των αναγκών διαφόρων φιλαρμονικών. Αρκετά συχνά βρίσκουμε αλληλογραφία του Μοτσενίγου με μουσικούς και, γενικά, πρόσωπα έχοντα κάποια σχέση με τα μουσικά πράγματα στη νεώτερη Ελλάδα, από την οποία φαίνονται οι συνεργασίες του προκειμένου να συγκεντρώσει όλο το υλικό του αρχείου. Αξίζει, επίσης, να αναφερθούν και ορισμένες άλλες κατηγορίες ντοκουμέντων όπως το φωτογραφικό υλικό και τα προγράμματα συναυλίων που γίνονταν στην Κέρκυρα και που είναι μάλλον απίθανο να βρεθούν κάπου αλλού συγκεντρωμένα.
  2. Το ιστορικό υλικό παρουσιάζει σημαντική ευρύτητα χρονικού φάσματος καλύπτοντας τόσο τους τομείς της Επτανησιακής και της Εθνικής μουσικής σχολής όσο και πτυχές της πρόσφατης μουσικής ζωής στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα κίνησαν το ενδιαφέρον μου δημοσιεύματα – κυρίως, από τον κερκυραϊκό τύπο – σχετικά με την ιστορία του θεάτρου San Giacomo της Κέρκυρας και τα ελληνικά μελοδραματικά έργα που παρουσιάστηκαν στη σκηνή του. Επίσης, δύσκολα θα συναντούσε κανείς καταστατικά της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας, τους πρώτους κανονισμούς της (στους οποίους είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τις αντιστοιχίες προς ανάλογους κανονισμούς ξένων ωδείων όσον αφορά σε ζητήματα οργάνωσης των ιδρυμάτων) ή προγράμματα παλιών συναυλιών της. Επίσης, ένα από τα σημαντικά ντοκουμέντα της συλλογής θεωρώ ότι είναι η έκθεση των κριτών του Α’ Διαγωνισμού της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας. Η έκθεση αυτή είναι εξαιρετικά κατατοπιστική σχετικά με τα μουσικά πρότυπα και τις συνθετικές τεχνικές που επικρατούσαν στα Επτάνησα στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Μέχρι στιγμής την έχω συναντήσει μόνο στα αρχεία του Σπύρου Μοτσενίγου και της Παλαιάς Φιλαρμονικής.
  3. Σημαντική, εξάλλου, είναι η συνύπαρξη πρωτογενών και δευτερογενών ιστορικών πηγών στο αρχείο. Στις πρωτογενείς πηγές θα κατέτασε κανείς τα ιδιόγραφα μουσικά ή γραπτά κείμενα, το φωτογραφικό υλικό, τα καταστατικά ιδρυμάτων, διάφορα διοικητικά έγγραφα και άλλα παρόμοιας υφής ντοκουμέντα. Ως δευτερογενείς πηγές θα χαρακτηρίζαμε δημοσιεύματα τα οποία παρουσιάζουν γεγονότα σχετικά με την ελληνική μουσική ζωή, ιδιόχειρα σημειώματα του Μοτσενίγου που μεταφέρουν εικασίες ή αναπαράγουν πληροφορίες που ο Μοτσενίγος άκουσε από κάποιον ή ανακάλυψε με διάφορους τρόπους κατά τη διάρκεια των ερευνών του.

Παρά το γεγονός ότι οι δευτερογενείς πηγές είναι πιθανό να παρέχουν συχνά ανακριβείς πληροφορίες θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική τόσο την ύπαρξή τους σε αυτό το αρχείο όσο και τη συνύπαρξή τους με πρωτογενείς πηγές. Είναι προφανές από την εικόνα που παρουσιάζει το αρχείο ότι ο Μοτσενίγος ήταν ένας ακούραστος και μανιώδης συλλέκτης ιστορικών ντοκουμέντων. Η εποχή, μάλιστα, που έδρασε και η πολυσχιδής δραστηριότητά του επέτρεψαν να συγκεντρώσει αρκετό και ειδικό υλικό. Έτσι κενά που ενδεχομένως αφήνουν στο ερευνητή κάποια ντοκουμέντα καλύπτονται από στοιχεία που προσφέρουν δευτερογενείς πηγές του αρχείου. Επίσης, αρκετά συχνά κάποιες από τις δευτερογενείς πηγές υποβάλλουν στον ερευνητή ζητήματα προβληματισμού για περαιτέρω έρευνα.

Παρά τη σπουδαιότητα του Μοτσενίγειου αρχείου οφείλει κανείς να έχει πάντα κατά νου το γεγονός ότι το αρχείο συστάθηκε από κάποιον που δεν ασχολήθηκε με τον τομέα της νεοελληνικής μουσικής από την πλευρά του επιστήμονα αλλά, κυρίως, ως μουσικός που αγαπούσε ιδιαίτερα την ελληνική μουσική και, όπως προελέχθη, συνειδητοποίησε την ανάγκη να διασωθεί αυτή η πλευρά του ελληνικού πολιτισμού. Είναι, επομένως, σαφές ότι όλες οι πληροφορίες που συναντάει ο ερευνητής πρέπει να διασταυρώνονται προκειμένου να πιστοποιείται η εγκυρότητά τους.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τόσο η συλλογή αυτού του τεράστιου μουσικού και ιστορικού υλικού όσο και το αποτέλεσμα των μελετών του σχετικά με την ελληνική μουσική, τα δύο βιβλία του για την νεοελληνική μουσική και τις φιλαρμονικές, φανερώνουν το αίσθημα ιστορικής συνείδησης του Μοτσενίγου. Το αρχείο, λόγω του μεγέθους του και της διαφορετικότητας των ντοκουμέντων που το απαρτίζουν, αποτελεί μια αυτόνομη ιστορική πηγή όσον αφορά στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής. Ελπίζω στο μέλλον να τύχει ουσιαστικής αξιοποίησης τόσο από τους αρμόδιους φορείς όσο και από ενδιαφερόμενους ερευνητές.

Βιβλιογραφία:

- Μοτσενίγειο Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Μουσικής (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος), φάκελλοι σχετικοί με τους Σπ. Σαμάρα, Ν. Χ. - Μάντζαρο, Δ. Ροδοθεάτο και τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας.

Μοτσενίγος, Σπύρος: Μελέτη για ένα ιστορικό αρχείο νεοελληνικής μουσικής και κρίσεις για το σύγγραμα “Νεοελληνική μουσική” (1967)

- Μοτσενίγος, Σπύρος: Νεοελληνική μουσική: συμβολή εις την ιστορίαν της (Αθήναι: 1958)

- Haydon, Glen: Introduction to musicology – A survey of the fields, systematic & historical, of musical knowledge & research (Chapel Hill: The University of North Carolina Press, 1941)