δημοσιεύματα και επιστημονικές εργασίες

 

Διδακτορική Διατριβή

Διδακτορική διατριβή στην κλασική φιλολογία με τίτλο: «A commentary on Aischines’ De Falsa Legatione, chapters 1-96» (αδημοσίευτη). Royal Holloway and Bedford New College, University of London, Μ. Βρετανία. Εξεταστές D. MacDowell και M. Edwards.

Ο λόγος του Αισχίνη Περί της παραπρεσβείας είναι ένα από τα πιο πρόσφορα για έρευνα κλασικά κείμενα, αφού έχει ελάχιστα μελετηθεί∙ μέχρι σήμερα δεν υπάρχει διαθέσιμο ικανοποιητικό υπόμνημα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έχουν γίνει με τις εργασίες των Jean-M. Julien και Henri L. Péréra (1902) και με αυτή του G. Greaney (1992).[2]

Οι δύο εργασίες δεν είναι δυνατόν να καλύψουν το κενό μίας καλής ερμηνευτικής έκδοσης του ρητορικού αυτού λόγου του Αισχίνη, επειδή αντιμετώπισαν το κείμενο του Αισχίνη συντηρητικά και μάλιστα χωρίς σαφείς μεθοδολογικές αρχές. Οι δύο αυτές μελέτες περιορίστηκαν στο γλωσσικό μόνον υπομνηματισμό του λόγου, πολλές φορές παραθέτοντας απλώς ή, στην καλύτερη περίπτωση, παραφράζοντας και σχολιάζοντας τα υπάρχοντα σχόλια που μας παραδόθηκαν από την Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο.

Το κενό αυτό, λοιπόν, που εντοπίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία, έρχεται να καλύψει η έρευνά μου, που μέρος της εμπεριέχεται στη διδακτορική μου διατριβή. Στην εργασία αυτή υιοθετείται η παραδοσιακή μορφή υπομνήματος, αυτή του λημματικού ή γραμμικού υπομνήματος,[3] του οποίου μάλιστα προηγείται μία αρκετά εκτενής εισαγωγή. Η εισαγωγή συναπαρτίζεται από κεφάλαια που περιεχόμενό τους έχουν την ιστορική ανασκόπηση, καθώς και συζήτηση της νομικής διαδικασίας που αξιοποιήθηκε από τους κατηγόρους Δημοσθένη και Τίμαρχο στην περίπτωση της πρεσβείας, τη σχέση κειμένων Αισχίνη Περί της παραπρεσβείας και Δημοσθένη Περί της παραπρεσβείας με τους λόγους που τελικά εκφωνήθηκαν στο δικαστήριο, τις στρατηγικές των δύο ρητορικών λόγων και τέλος την πραγμάτευση της γλώσσας και του ύφους του Αισχίνη. Δεν είναι δυνατό να βρει κανείς άλλη τόσο εξαντλητική εισαγωγή όχι μόνο στον λόγο του Αισχίνη Περί της παραπρεσβείας αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη έκδοση ρητορικού του λόγου· δεν αποτελούν εξαίρεση ούτε τα πρόσφατα υπομνήματα στον λόγο Κατά Τιμάρχου, που εκπονήθηκε από τον καθηγητή Nick Fisher (2001), καθώς και το υπόμνημα στον λόγο του Δημοσθένη Περί της παραπρεσβείας που συνέγραψε ο D. MacDowell (2000).

Το λεπτομερές υπόμνημα, που αποτελεί το κύριο μέρος της εργασίας, πραγματεύεται γλωσσικά, ιστορικά, νομικά και ρητορικά θέματα με ευκαιριακή συζήτηση προβλημάτων του κειμένου, όταν υπάρχουν αποκλίσεις από τη νέα έκδοση του κειμένου, που δημοσιεύθηκε στον οίκο Teubner από τον καθηγητή Mervin Dilts. Παράδειγμα τέτοιας απόκλισης από την έκδοση της Teubner είναι η διόρθωση που προτείνεται από το άρθρο μου με τίτλο: «Eueratos or rather Eukrates, son of Strombichos in Aischines’ De Falsa Legatione, 15 ? Manuscript tradition and Proper names», σελ. 12, BICS, vol. 49 (2006), σελ. 69-79 (βλ. κατωτέρω).

Παρότι το υπόμνημα οργανώνεται με βάση τον λημματικό σχολιασμό, γίνεται προσπάθεια -και ελπίζουμε ότι κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται- να μην θεωρείται το κείμενο αποσπασματικά, αλλά ο σχολιασμός να διασώζει την ενότητα και τον ρητορικό χαρακτήρα του κειμένου.

Μας δίνεται μια σπάνια ευκαιρία με αυτό το ζεύγος λόγων, τον λόγο του Αισχίνη και το αντίστοιχο του Δημοσθένη, να διαπιστώσουμε με ποιο τρόπο ο ρήτορας καταφέρνει να παρουσιάσει τα γεγονότα με τη δική του εκδοχή και συγκεκριμένα ποιες ρητορικές τεχνικές χρησιμοποιεί για να το επιτύχει (για εξαντλητική ανάλυση αυτών των τεχνικών βλ. το άρθρο μου με τίτλο: «The “Peace of Philokrates”: The Assemblies of 18th and 19th Elaphebolion 346, Studying History through Rhetoric», Historia 53 (2004), σελ. 385-407.

Εξάλλου, σημαντική θέση στο υπόμνημα κατέχουν ζητήματα που αφορούν στο αρχαίο αττικό δίκαιο· δεν πρέπει να αγνοούμε ότι έχουμε μπροστά μας έναν πολιτικό λόγο που εκφωνήθηκε στην τελευταία φάση της διαδικασίας της εὐθύνης. Με αφορμή την πραγμάτευση της νομικής διαδικασίας στην εισαγωγή του υπομνήματος, δημοσιεύτηκε σε τροποποιημένη μορφή επιστημονικό άρθρο με τίτλο: «The Euthyna procedure in 4th c. Athens and the case on the False Embassy», (Dike 10 [2009], σελ. 113-135).

Γίνεται, λοιπόν, φανερό από την προηγηθείσα ανάλυση ότι το εν λόγω υπόμνημα στον λόγο του Αισχίνη Περί της παραπρεσβείας, μολονότι διατηρεί τον παραδοσιακό λημματικό χαρακτήρα υπερβαίνει τα όρια μιας παραδοσιακής και μονομερούς ανάλυσης γλωσσικών και μόνον ζητημάτων, και αναδεικνύει, με την πλούσια θεματολογία του και την ευρύτητα στην προσέγγισή του, τον ρητορικό χαρακτήρα του κειμένου και την αποτελεσματικότητα ή όχι των ρητορικών τεχνικών που εφήρμοσε ο Αισχίνης. Μία απροκατάληπτη σύγκριση των δύο λόγων, του Δημοσθένη και του Αισχίνη, οδηγεί επίσης σε συμπεράσματα για το πόσο αληθή ή παραπλανητικά είναι τα επιχειρήματα των δύο ρητόρων.

Η εσωτερική ενότητα που χαρακτηρίζει τα επιμέρους λήμματα του υπομνήματος συνδέει αρχαίο κείμενο και υπόμνημα με τέτοιο τρόπο, ώστε το αρχαίο κείμενο με τον ιδιότυπο χαρακτήρα του να βρίσκεται συνεχώς στην επιφάνεια. Εν προκειμένω, ο αναγνώστης του Υπομνήματος είναι εύκολο να αντιληφθεί την αδιαμφισβήτητη επιδίωξη του Αισχίνη να πείσει το δικαστήριο, παρουσιάζοντας τα επιχειρήματά του και τη διήγηση άλλοτε με σαφήνεια και άλλοτε με επίφαση σαφήνειας∙ εν τέλει, ο κατηγορούμενος Αισχίνης τα καταφέρνει και μάλιστα έναντι ενός ιδιαίτερα ισχυρού αντιπάλου, όπως είναι ο Δημοσθένης.

Και βέβαια όλα αυτά επιβεβαιώνονται από την έκθεση των έγκριτων φιλολόγων D. MacDowell και M. Edwards, οι οποίοι εκφράζουν την επιδοκιμασία τους για τη διδακτορική διατριβή και διατυπώνουν την πεποίθησή τους για τη δημοσίευσή της σε κάποιον από τους εκδοτικούς οίκους της Δυτικής Ευρώπης.

Κρίσεις και αναφορές

Chris Carey, Aeschines, Texas University Press: Austin, 2000, σελ. xii.

Βιβλία-μονογραφίες

  • Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου και Θεοδ. Πυλαρινός, Διοδώρου Σικελιώτη Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο 16, Εισαγωγή και Υπόμνημα από Αθαν. Ευσταθίου, μετάφραση από Θεοδ. Πυλαρινό, Κέρκυρα 2009.

Στη μονογραφία επιχειρείται η παρουσίαση του έργου του Διοδώρου Σικελιώτη. Ο Διόδωρος υπήρξε ιστορικός του πρώτου αιώνα π.Χ. (η περίοδος δράσης του ορίζεται από το 60 περίπου π.Χ. έως το 36 π.Χ.) και έλαβε από τους μεταγενέστερους το επώνυμο Σικελιώτης, για να διακριθεί από άλλους σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων με το ίδιο όνομα, όπως για παράδειγμα ο κωμικός ποιητής της Νέας κωμωδίας από τη Σινώπη κ.ά. Γεννήθηκε στο Αγύριο της Σικελίας, τη σύγχρονη πόλη Agíra. Το Αγύριο (λατινικά: Agyrium) φαίνεται να παρουσιάζει κάποια περίοδο άνθησης κατά την περίοδο του Τιμολέοντα τον 4ο αι. π.Χ., ενώ η παρακμή της κατά την περίοδο του Διοδώρου τεκμηριώνεται και από το έργο του Κικέρωνα Actiο secunda in Verrem. Ο ίδιος ο Διόδωρος φαίνεται μετά από κάποια ηλικία να συνεχίζει τη ζωή του στη Ρώμη.

Οι κρίσεις των περισσοτέρων κλασικών φιλολόγων για τον Διόδωρο συνοψίζονται με την ακόλουθη φράση: ο Διόδωρος είναι ένας δουλικός αντιγραφέας, ένας συμπιλητής που μηχανικά αναπαράγει τα πρότυπά του και συνήθως χρησιμοποιεί ένα πρότυπο για κάθε θεματική ενότητα. Αν αναφερθούμε συγκεκριμένα στις κρίσεις του Schwartz (RE 1903, στήλη 663: D.’s Compilation-ein Werk kenn man das Buch nicht nennen..."), θα διαπιστώσουμε επίσης ότι είναι ιδιαίτερα σκληρές· στο μεγάλο εγκυκλοπαιδικό του άρθρο το 1903 στη RE, με ένα ύφος ιδιαίτερα αυστηρό, αφού παραθέτει έναν μεγάλο πλούτο πηγών και κρίσεων και έχοντας καταρτίσει ένα διεξοδικό κατάλογο των συγγραφέων των οποίων το όνομα εμφανίζεται στην Ιστορική Βιβλιοθήκη, διατυπώνει την κρίση ότι η εργασία τού Διοδώρου δεν αξίζει να θεωρείται ως πρωτότυπο έργο. Τις αποτιμήσεις των Γερμανών φιλολόγων έρχεται να συμπληρώσει και αυτή του Wilhelm Soltau, ο οποίος θεωρεί τον Διόδωρο ως «συγγραφέα που εμπνέει ελάχιστη εμπιστοσύνη, μονότονο και ανόητο αντιγραφέα» (Römische Chronologie, σελ. 368). Ανάμεσα στις άτεγκτες και συνάμα απόλυτες καταδίκες των φιλολόγων και ιστορικών συναντούμε και το περιφρονητικό ύφος του Wilamowitz, ο οποίος απορρίπτει τον Διόδωρο σχεδόν μονολεκτικά με τον χαρακτηρισμό «ο άθλιος συγγραφέας» (βλ. Heinrich Schäfer έργο του Von ägyptischer Kunst, 3η έκδοση, Λιψία 1930, σελ. 350-1: «V. Wilamowitz mir schrieb, “... er... überhaupt ein so meserabler Skribent ist”»).

Η προκατάληψη αυτή και η γενικότερη υστέρηση της έρευνας μας οδήγησε και στην Ελλάδα σε ερευνητική αποχή από το έργο του Διοδώρου· εκτός από τις μεταφραστικές προσπάθειες, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη στις εκδόσεις «Κάκτος», δεν είχαμε σημαντικές εργασίες που να εστιάζουν στο έργο του Διοδώρου.

Η εν λόγω μονογραφία συναπαρτίζεται από δύο τμήματα: πρώτον, γενική εισαγωγή στον βίο, στο έργο του Διοδώρου, εισαγωγή για το 16ο βιβλίο του, και δεύτερον, εκτενές υπόμνημα στο 16ο βιβλίο του Διοδώρου. Συγκεκριμένα, η γενική εισαγωγή άρχεται εκ της αναφοράς στη ζωή και στο έργο του συγγραφέα, τα περιεχόμενα των βιβλίων της ιστορίας του Διοδώρου και ακολούθως αναπτύσσονται κεφάλαια που αφορούν στις αρχές και στον σκοπό της Ιστορίας του, τις πηγές που χρησιμοποιεί, τη χειρόγραφη παράδοση του κειμένου, τις εκδόσεις-μεταφράσεις του διοδώρειου έργου από το 15ο αι. μέχρι σήμερα και την αποτίμηση του έργου του από τους μεταγενέστερους μελετητές· επίσης, παρατίθενται εισαγωγικά κεφάλαια που αφορούν ειδικώς στο προς σχολιασμό 16ο βιβλίο με αναλυτικά περιεχόμενα του βιβλίου αυτού, αναφορά στις πηγές του, που ποικίλλουν ανάλογα με τις επιμέρους θεματικές (π.χ. Τρίτος Ιερός πόλεμος, σικελική ιστορία, Ρώμη, Μακεδονία, Περσία, Αίγυπτος), αναφορά στη χρονολόγηση του Διοδώρου και στα προβλήματα που αυτή παρουσιάζει, αφού ο Διόδωρος πολύ συχνά εμφανίζει στο έργο του διαφορετικές εκδοχές για τη χρονολόγηση ακόμη και του ίδιου γεγονότος (π.χ. ο Τρίτος Ιερός πόλεμος, ο Συμμαχικός πόλεμος κ.ά.).

Η εν λόγω έρευνα αντιμετωπίζει το κεντρικής σημασίας ζήτημα των πηγών (Quellenforschung) και καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα: α) είναι εντυπωσιακά μεγάλος ο αριθμός και η ποικιλία των πηγών που χρησιμοποιεί, β) εντυπωσιακή, επίσης, είναι και η ακρίβεια που τον χαρακτηρίζει κατά τη χρήση των πηγών του, αφού συχνά σημειώνει τα όρια των προγενέστερων ιστορικών αφηγήσεων, την αρχή και το τέλος τους, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχε ο ίδιος άμεση πρόσβαση σε αυτές. Παρά ταύτα, πολλές φορές ετέθη η άποψη ότι ένα μεγάλο τμήμα του ιστορικού υλικού που χρησιμοποίησε το έλαβε από δεύτερο χέρι, ότι δηλαδή μη έχοντας άμεση πρόσβαση στον Ηρόδοτο ή στον Θουκυδίδη τους παραθέτει στο έργο του μέσω μεταγενέστερων ιστορικών, όπως για παράδειγμα του Εφόρου ή του Αγαθαρχίδη· εξάλλου, όταν πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικούς ιστορικούς όπως ο Ηρόδοτος ή ο Θουκυδίδης, η κοινή γνώση του έργου τους από τους πεπαιδευμένους της εποχής διευκολύνει τη χρήση μεμονωμένων φράσεων ή τμημάτων του έργου αυτών και από τον Διόδωρο (F. Chamoux, «Introduction Générale: Diodore: L᾽ homme et l᾽ œuvre», στο F. Chamoux και P. Bertrac, Diodore de Sicile Bibliothèque historique, Paris: Les Belles Lettres 1993, σελ. XXV- XXVI· βλ. ειδικά υποσημ. 60). Εν τέλει τα ζητήματα για τα οποία είναι δυνατόν να εκφράσουμε σχετική βεβαιότητα είναι τα εξής: α) ότι κάνει εκτεταμένη χρήση προγενέστερου ιστορικού υλικού, είτε έχοντας άμεση πρόσβαση στις πηγές του είτε εμμέσως εντοπίζοντας και χρησιμοποιώντας το παλαιότερο υλικό μέσω πρόσφατων σε αυτόν συγγραφέων, β) δεν είναι δυνατόν να διευκρινίσουμε το εύρος των δανείων που εντάσσει στο έργο του και γ) για έναν συγγραφέα της εποχής του Διοδώρου η μη σαφής αναφορά των πηγών υπήρξε μέθοδος και συνήθης αλλά και επιτρεπτή.

Το υπόμνημα αλλά και εισαγωγή της μονογραφίας ασχολείται με τρόπο όσον γίνεται πιο συστηματικό με τη γλώσσα του Διοδώρου· έτσι, τα συμπεράσματα που εξάγονται υποστηρίζουν την άποψη ότι η γλώσσα του Διοδώρου δεν παρουσιάζει ενιαία μορφή, γιατί σε πολλά μέρη του έργου του ο Σικελός συγγραφέας ήταν, και από την πλευρά της γλώσσας, ισχυρά εξαρτημένος από τις πηγές του· γενικά, έγραψε σε ένα κάπως απρόσωπο ύφος ελληνιστικής γλωσσικής χροιάς. Εν τέλει, η Iστορική Βιβλιοθήκη προσφέρει πράγματι ένα καλό παράδειγμα ύφους που χρησιμοποιούνταν από τους καλλιεργημένους ανθρώπους στο τέλος της ελληνιστικής εποχής, και μάλιστα σε έργα που είχαν στόχο όχι τον ρητορικό εντυπωσιασμό και την επίδειξη αλλά τη σαφή και ανεπιτήδευτη διήγηση γεγονότων.

Αν αναφερθούμε στη χρονική κατάταξη των γεγονότων και τη διαμόρφωση πλαισίου για την ιστορική αφήγησή του, ο Διόδωρος δείχνει να επιλέγει μία ιστορική σύνθεση, η οποία αξιοποιεί το ιστορικό υλικό που αντλεί από τις πηγές του και το εντάσσει σε ένα προκαθορισμένο χρονολογικό πλαίσιο που όριζαν οι επώνυμοι άρχοντες της Αθήνας, οι Ρωμαίοι ύπατοι και οι ολυμπιάδες. Εικάζεται ότι το πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε με τη βοήθεια δύο διαφορετικών χρονογραφικών πηγών, μία για την Ελληνική ιστορία, γραμμένη σίγουρα τον 1ο αι. π. Χ. (έφτανε τουλάχιστον έως το 59/60), βασισμένη στο σύστημα του Ερατοσθένη-Απολλοδώρου, και μία για τη Ρωμαϊκή ιστορία, που ήταν ένας απλός κατάλογος υπάτων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Διόδωρος επέτυχε να συνταιριάξει την ιστορική αφήγηση που τη δανείζεται από άλλες πηγές με τα χρονογραφικά αυτά δεδομένα (βλ. G. Perl, Krit. Unters., σελ.10, 111, 151 κ. εξ.). Το βέβαιο είναι ότι προσπάθησε να κατατμήσει σε έτη τις ιστορικές αφηγήσεις των πηγών που χρησιμοποιεί, επιχειρώντας παράλληλα να εξισώσει το ελληνικό έτος, που διαρκούσε από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, με το ρωμαϊκό που διαρκούσε, όπως και στα περισσότερα από τα σύγχρονα χρονολογικά συστήματα, από την 1η Ιανουαρίου έως την επόμενη 1η Ιανουαρίου· έτσι, υιοθέτησε το σύστημα που είχε ήδη χρησιμοποιήσει ο Πολύβιος και με το οποίο κατάφερε να προσαρμόσει το ελληνικό έτος στο ρωμαϊκό σύμφωνα με την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων των υπάτων (πρβλ. G. Perl, Krit. Unters., σελ., 4). Η προσπάθεια παρ’ όλα αυτά δεν υπήρξε ιδιαιτέρως επιτυχής· έτσι, δεν θεωρείται καθόλου ασφαλής η χρονική τοποθέτηση ενός γεγονότος, όταν προέρχεται από την ιστορική αφήγηση του Διοδώρου, αν και ελλείψει άλλων παραλλήλων πηγών για πολλά από τα γεγονότα που αναφέρει ο Διόδωρος είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε τη χρονολόγηση που προσφέρει, παρά τις επιφυλάξεις μας. Συγκεκριμένα, έχει για παράδειγμα παρατηρηθεί ότι ανάμεσα στον κατάλογο του Διοδώρου και των Fasti Capitolini, των παράλληλων πηγών και των άλλων χρονογραφιών υπάρχουν σημαντικές ασυμφωνίες, λείπουν π.χ. ορισμένες συναρχίες υπάτων, άλλες παρεμβάλλονται και άλλες επαναλαμβάνονται.

Το κύριο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει ο σχολιασμός του 16ου βιβλίου με την κλασική μέθοδο του λημματικού υπομνήματος, που εν προκειμένω συνδυάζεται και με εκτενή εισαγωγή που περιέχει πραγματεύσεις σημαντικών ζητημάτων τα οποία προκύπτουν κατά τη μελέτη του κειμένου του Σικελιώτη ιστορικού· έτσι, ήδη με τη διμερή αυτή κατανομή της ανάπτυξης γίνεται προσπάθεια να συνδυαστούν οι δύο μορφές του υπομνήματος, το παραδοσιακό-λημματικό και η μοντέρνα ερμηνευτική ανάλυση, που βασίζεται σε εκτενή δοκίμια. Είναι γεγονός ότι η συγγραφή ενός υπομνήματος με το εύρος θεμάτων που πραγματεύεται αποτελεί έναν από τους καλύτερους τρόπους για να μελετήσει κανείς το παρελθόν σε οποιαδήποτε φάση του, εμβαθύνοντας σε ένα κείμενο που παρουσιάζει το παρελθόν σε κάποιο χρονικό σημείο του ή, εφόσον πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο, όπως αυτό του Διοδώρου, παρά τα προβλήματα σύνθεσης που αυτό παρουσιάζει, δραττόμεθα της ευκαιρίας μέσω του σχολιασμού του κειμένου να εμβαθύνουμε στην ιστορία του 4ου αι. π. Χ.

Το κείμενο που χρησιμοποιείται στην παρούσα ερμηνευτική έκδοση προέρχεται από την έκδοση Teubner των Vogel και Fischer. Επικουρικά και μάλιστα σε πολλά σημεία του κειμένου λαμβάνεται υπόψη και η έκδοση της Loeb, που εκπονήθηκε μέχρι το σημείο 16.65.9 με την επιμέλεια του Sherman το 1952 και περιλαμβάνεται στον VII τόμο, ενώ το δεύτερο μέρος (από 1.66.1 έως το τέλος) εκδόθηκε με την επιμέλεια του G. Brandford Welles και κυκλοφόρησε το 1963. Η έκδοση της σειράς Teubner, όπως έχει τονισθεί από τους εκδότες, βασίσθηκε στον Πατμιακό κώδικα (Patmiacus 50 =P), που μάλιστα θεωρείται από τους ίδιους ως ο καλύτερος και ο αρχαιότερος όλων των κωδίκων του Διοδώρου. Άλλος κώδικας που θεωρήθηκε από τους εκδότες της Teubner ως αξιόλογος είναι o Venetus Marcianus 376 (X). Στα σημεία που οι δύο παραπάνω κώδικες εμφανίζουν προβλήματα και κενά χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι κώδικες της χειρόγραφης παράδοσης, όπως ο Parisinus gr. 1665 (R), ο Vaticanus gr. 996 (V), ο Laurentianus 70, 12 (F), ο Marcianus VII 8 (M), o Parisinus gr. 1661 (J), ο Claromontanus (O).

Στο υπόμνημά μου συζητούνται κατά περίπτωση κάποιες διαφορετικές γραφές οι οποίες εμπεριέχονται στο κριτικό υπόμνημα των εκδόσεων Teubner και LOEB. Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ότι η παρουσίαση του ιστορικού υλικού γίνεται από τον Διόδωρο με έναν τρόπο συγχρονικό, για το ίδιο έτος παρουσιάζει γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, τη Σικελία, τη Ρώμη ή την Αίγυπτο. Επίσης, είναι γνωστό ότι για τις περισσότερες από τις θεματικές που παρουσιάζονται από τον Διόδωρο στο 16ο βιβλίο, διαθέτουμε και άλλες πηγές (Έφορος, Δημόφιλος, Τίμαιος, Δίυλλος).

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η διαπίστωση των περισσοτέρων μελετητών ότι το ιστορικό έργο του Διοδώρου δεν έχει υποστεί την απαιτούμενη μετά την πρώτη σύνταξή του επεξεργασία και πολύ περισσότερο δεν έχει υποστεί συνολική αναθεώρηση· συχνά εντοπίζουμε διπλές ή ακόμη και πολλαπλές αναφορές του ίδιου γεγονότος (επαναλήψεις· αγγλικός όρος doublets) και κάτι τέτοιο δείχνει ότι το έργο του αφενός αποτελεί συρραφή πολλών διαφορετικών πηγών και αφετέρου δεν ευτύχησε να δεχθεί μία προσεκτική διόρθωση και αναθεώρηση ως ενιαίο κείμενο, στην ολότητά του.

Η ερμηνευτική προσέγγιση που εφαρμόζεται έχει στόχο να φέρει στην επιφάνεια το ιστορικό υλικό που χρησιμοποιεί ο Διόδωρος, καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας του υλικού αυτού, με τις χαρακτηριστικές αδυναμίες, λόγω της ελλιπούς αναθεώρησης· ακολούθως, υιοθετείται η συγκριτική εξέταση του διοδώρειου ιστορικού υλικού σε σχέση με τις άλλες διαθέσιμες πηγές και γίνεται προσπάθεια να εξαχθούν συμπεράσματα για την αξιοπιστία της ιστορικής αφήγησης του Διοδώρου αλλά και των άλλων ιστορικών.

Βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας αποτελεί η ρητορική διερεύνηση, που μας δίδει τη δυνατότητα να διευκρινίσουμε όχι μόνον την αλήθεια ή έστω την αληθοφάνεια του προσφερθέντος από τον συγγραφέα ιστορικού κειμένου, αλλά και να διεισδύσουμε στις προθέσεις του συγγραφέα, στις αποκρύψεις και τις μεροληψίες που έντεχνα αλλά και -συνηθέστερα άτεχνα- εμπεριέχονται στο έργο του.

Ασφαλώς, πολλοί κίνδυνοι εμφανίζονται κατά τη συγγραφή ενός λημματικού υπομνήματος, όπως αυτό που παρουσιάζω σχετικά με το 16ο βιβλίο του Διοδώρου και ένας -ο σημαντικότερος ενδεχομένως από αυτούς- είναι η λημματοποίηση, η εμμονή δηλαδή στις λεπτομέρειες, αφού το ερευνητικό πεδίο ενός λημματιστή είναι αναγκαστικά περιορισμένο σε αυτές τις λεπτομέρειες. Έγινε λοιπόν προσπάθεια, παρά την επιδίωξη της εκτενούς και εξαντλητικής πραγμάτευσης των διαφόρων θεμάτων που προκύπτουν από το κείμενο (ιστορικών, γλωσσικών κ.ά.), να αποφευχθεί η καταστροφική κατάτμηση του κειμένου, σε βαθμό που ο αναγνώστης να χάνει την επαφή με το κείμενο και να βλέπει εμπρός του μία σειρά από ασύνδετα προβλήματα, το καθένα εκ των οποίων προορίζεται να μελετηθεί κατά μόνας και με δικούς του όρους. Επιδιώχθηκε δηλαδή όχι μόνο να δίδονται πλήρη λήμματα, αλλά επιπλέον να μην είναι απομονωμένα από το σύνολο του κειμένου και αποσπασματικά· παραφράζοντας τη μνημειώδη φράση του Most, τα λήμματα του υπομνήματος κατεβλήθη προσπάθεια να αποτελούν μονάδες του κειμένου με παράθυρα στο σύνολό του (βλ. Glenn Most, The measures of praise, Göttingen, 1995, σ. 36).

  • Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου, Η γλώσσα των «Περιστασιακών Ομιλιών» του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου Γλαβά, Θεσσαλονίκη, Βάνιας 2000.

Η πραγμάτευση θεμελιωδών στοιχείων της γλώσσας του Ισιδώρου Γλαβά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1380-1396), είναι ο στόχος της μονογραφίας. Ως κείμενο αναφοράς επιλέχθηκαν οι τέσσερις «Περιστασιακές Ομιλίες» που εκδόθηκαν από τον Βενιζέλο Χριστοφορίδη.

Το κείμενο αποτελεί δείγμα χρήσης αττικίζοντος λόγου κατά τον 14ο αι. μ.Χ., ο οποίος στην περίπτωση αυτή επιχειρεί να αναπτύξει νοήματα θεολογικά και να αναφερθεί σε πραγματικά περιστατικά της εποχής του συγγραφέα. Επειδή, λοιπόν, πρόκειται για ένα αττικίζον κείμενο που εντάσσεται στο είδος της εκκλησιαστικής ρητορείας, θεωρήθηκε χρήσιμο το κείμενο αυτό να ερευνηθεί σε σχέση με τα κλασικά πρότυπά του (Λυσίας, Αισχίνης, Δημοσθένης, Ισοκράτης κ.ά.) και να αναλυθεί σύμφωνα με τις ρητορικές απόψεις του Αριστοτέλη (Ρητορική), Δημητρίου (Περί Ερμηνείας) και άλλων ρητοροδιδασκάλων της κλασικής και μετακλασικής εποχής. Οι συγκρίσεις του κειμένου τού Ισιδώρου Γλαβά με τα αντίστοιχα της κλασικής εποχής σε αρκετά σημεία έφεραν στο φως αριθμητικά στοιχεία και ποσοστιαίες αναλογίες ενδεικτικές της σχέσεως πρωτοτύπου-αντιγράφου.

Θεμελιώδης αρχή όλης αυτής της έρευνας αποτελεί η παραδοχή ότι τα προς σύγκριση κείμενα ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά, ιστορικά, θρησκευτικά, πολιτικά συμφραζόμενα· εμφανίζει μεγάλες διαφορές ένας πολιτικός ή δικανικός λόγος του 4ου αι. π.Χ. σε σχέση με έναν εκκλησιαστικό του 14ου αι. μ.Χ.· όμως, το κοινό είδος, η ρητορεία, και συνάμα η προσπάθεια των ομιλητών κάθε εποχής να πείσουν τα ακροατήριά τους για την ορθότητα των λόγων τους προσφέρει μία κοινή βάση στην οποία στηριζόμαστε, για να κάνουμε συγκρίσεις και παραλληλισμούς.

Η ρητορεία χρησιμοποιεί ρητορικά-γλωσσικά μέσα, για να επιτευχθεί η πειθώ· βέβαια, τα μέσα αυτά μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική περίοδο, ποιοτικώς και ιδιαίτερα ποσοτικώς· συνήθως, τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιούνται είναι περίπου τα ίδια τον 4ο αι. π.Χ. ή τον 14ο αι. μ.Χ.· εν προκειμένω, οι μεγάλες διαφορές εντοπίζονται στα ποσοστά χρήσης των ίδιων ρητορικών σχημάτων· στο κείμενο του 14ου αι. μ.Χ., δείγμα αττικιστικής χρήσης, όταν συνηθίζεται ένα πιο πομπώδες γλωσσικό όργανο, είναι ευνόητο να βρούμε υπερβολές στη χρήση κάποιων ρητορικών σχημάτων (π.χ. στο σχήμα συνωνυμίας). Με βάση αυτές τις προκαταρκτικές εξηγήσεις έγινε προσπάθεια να εκτιμηθούν οι ρητορικοί λόγοι του Ισιδώρου Γλαβά διαχρονικά και συγχρονικά.

Η μελέτη αυτή, μετά από σύντομη σχετικά εισαγωγή για την προσωπικότητα του Ισιδώρου Γλαβά, επιμερίζεται σε κεφάλαια που πραγματεύονται διάφορες πτυχές της γλωσσικής ταυτότητάς του. Πρώτον, επιχειρείται ανάλυση του λεκτικού, των γλωσσικών επιλογών του βυζαντινού αυτού εκκλησιαστικού ρήτορα. Στη συνέχεια, εξετάζονται τα ρητορικά σχήματα (σχήματα λέξεως παραλλήλων κώλων, σχήματα λέξεως μη παραλλήλων κώλων, σχήματα διανοίας, σχήματα αττικού λόγου, σημασιολογικά σχήματα, σχήματα συντακτικής ακολουθίας των όρων της πρότασης). Έπειτα, αναλύεται η δομή της περιόδου των κειμένων του Γλαβά, ενώ στον επίλογο παρατίθενται συμπεράσματα που αποδεικνύουν ότι ο Ισίδωρος Γλαβάς χρησιμοποίησε με ευχέρεια τη νόρμα του αττικού λόγου, ότι κατείχε ευρύτερη κλασική μόρφωση, ότι ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τα βιβλικά κείμενα και τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ότι εν τέλει η γλώσσα του απομακρύνεται από τη δημώδη γλώσσα της εποχής του. Τέλος, λεπτομερέστατος ευρετηριασμός περιέχει ουσιαστικά σε -μα, -σις, -της, σύνθετες λέξεις (επιρρήματα, επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα), φράσεις-συνδυασμούς (επίθετο - ουσιαστικό, ουσιαστικό - επίθετο), που ενδεχομένως αναφέρονται σε παράλληλα χωρία (formulae) της βυζαντινής εκκλησιαστικής ρητορείας.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό από την ίδια τη δομή της μονογραφίας, έχει καταβληθεί προσπάθεια να εφαρμοσθεί με μεθοδικό τρόπο μία ερευνητική μέθοδος που προέρχεται από τη μελέτη των κειμένων της κλασικής γραμματείας. Ως μέσο για την πληρέστερη προσέγγιση του αντικειμένου της έρευνας χρησιμοποιείται αρχικώς η σύγκριση του υπό εξέταση λόγιου βυζαντινού κειμένου με τα κείμενα των ρητόρων της κλασικής εποχής, σύγκριση που βασίζεται σε ενδιαφέρουσες στατιστικές, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί προ πολλού για τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας· έπειτα, χρησιμοποιείται κριτικά στο πεδίο της λόγιας βυζαντινής γραμματείας παλαιότερη και σύγχρονη βιβλιογραφία που αφορά σε μελέτες της γλώσσας και του ύφους διαφόρων κλασικών κειμένων.

Ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας που παρουσιάζουν οι ομιλίες του Ισιδώρου Γλαβά είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως το κείμενο που σήμερα σώζεται δεν βρίσκεται στη μορφή που εκφωνήθηκε στον ναό, αλλά υπέστη εκτενή αναθεώρηση με προσθήκη πολλών λόγιων γλωσσικών αλλαγών.

Όμως, η εκδοχή της αναθεώρησης, μολονότι εύλογη, αφού στηρίζεται στην πάγια ανάγκη των ρητόρων να χρησιμοποιούν τα κατάλληλα μέσα για να επικοινωνήσουν με το ακροατήριό τους, δεν λαμβάνει υπόψη της, κατά τη γνώμη μου, σημαντικές παραμέτρους τού αττικισμού και του γλωσσικού ζητήματος εν γένει. Η ανάλυση που ακολουθεί αποδεικνύει ότι εν τέλει ο Γλαβάς δεν αναθεώρησε τον λόγο που παρουσίασε ενώπιον του εκκλησιάσματος επί το λογιότερον ή δεν έγραψε ένα κείμενο διαφορετικό από αυτό που εκφώνησε στον ναό, αλλά ότι αυτό το κείμενο που μας έχει παραδοθεί από τα χειρόγραφα αποτυπώνει τη μορφή και το περιεχόμενο των λόγων του ακριβώς όπως παρουσιάστηκε ενώπιον του εκκλησιάσματος ή έστω ενσωματώνοντας κάποιες μικρές αλλαγές.

Η έρευνα με αντικείμενο το ύφος ενός συγγραφέα ή κάποιου κειμένου, όπως η παρούσα, αποτελεί ήδη από την αρχαιότητα τρόπο για την ανάδειξη της γλωσσικής ταυτότητάς τους· για κάποιους θεωρητικούς της ρητορικής και του ύφους, όπως ο Διονύσιος Αλικαρνασέας, το ύφος αναλυόμενο στα επιμέρους χαρακτηριστικά του θεωρείται κριτήριο για την πατρότητα του κειμένου.

Κρίσεις και αναφορές

Δήμητρα Κούκουρα, Μεθοδολογική προσέγγιση ομιλητικών κειμένων (Λόγοι Επισκόπων). Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 19, σημ. 22.
Δήμητρα Κούκουρα, Η Ρητορική και η Εκκλησιαστική Ρητορική. Διαχρονική μελέτη. Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 262, σημ. 109.
Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης, Λόγοι στην ανακομιδή των λειψάνων του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Συμβολή στη Μελέτη της Ταφικής Επιδεικτικής Ρητορικής των Βυζαντινών. Βυζαντινά κείμενα και μελέτες, αρ. 52, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 2009, δεκάδες αναφορές, για παράδειγμα σελ. 215, υποσημ. 573, σελ. 217, υποσημ. 584-587, σελ. 239, υποσημ. 608-609, σελ. 249, υποσημ. 624-625, σελ. 313, υποσημ. 701-704, σελ. 349, υποσημ. 730.
Βασίλειος Κατσαρός, «Ιωάννης Απόκαυκος. Ο “σύγχρονος” βυζαντινός λογοτέχνης» στα Πρακτικά Β΄ Επιστημονικού Συνεδρίου Εταιρείας Ναυπακτιακών Σπουδών (17-19 Οκτωβρίου 1997), σελ. 6, υποσημ. 16.

Άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά

  • Athanasios Efstathiou, «The “Peace of Philokrates”: The Assemblies of 18th and 19th Elaphebolion 346. Studying History through Rhetoric», Historia 53 (2004), σελ. 385-407.

Τα γεγονότα που αφορούν στις δύο συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου 18ης και 19ης Ελαφηβολιώνος του 346 π. Χ. αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης αυτής. Στις δύο αυτές συνεδρίες ο αθηναϊκός δήμος συζήτησε και εν τέλει αποφάσισε τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με τον Φίλιππο.

Με το άρθρο αυτό επιχειρείται μία πειστική ανασύνθεση των γεγονότων και ιδιαιτέρως μια πλήρης αποκατάσταση του χρονικού των δύο συνεδριών της εκκλησίας του δήμου, που απώτερο στόχο έχει να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε σαφέστερα τις δυνάμεις που διαμόρφωσαν τις αποφάσεις της εκκλησίας, αλλά και να αποσαφηνίσουμε τη θέση των δύο ρητόρων, του Δημοσθένη και του Αισχίνη. Επιπλέον, αφού στην πολιτική δίκη Περί της παραπρεσβείας, όπου παρουσιάζονται όλα αυτά τα γεγονότα ως τμήματα της επιχειρηματολογίας των δύο αντιδίκων, ενώ η εν λόγω δίκη αποτελεί σχεδόν μοναδική περίπτωση στην οποία διασώζονται και οι δύο λόγοι -της κατηγορίας και της υπεράσπισης-, δίνεται και σε εμάς η ευκαιρία να μελετήσουμε συγκριτικά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα και διαμορφώνεται η ιστορία μέσω της ρητορικής, με τη διαθλαστική επενέργεια των ρητορικών τεχνικών και μέσων. Παράλληλα, αυτό είναι που κάνει το ζήτημα αμφιλεγόμενο και ταυτόχρονα μαγνητίζει τόσο τον μη ειδικό όσο και τον έμπειρο ιστορικό. Έτσι, η μελέτη αυτού του ζητήματος ανάγεται σε αξιολογική διαδικασία που καταλήγει σε συγκεκριμένα κριτήρια για τον έλεγχο της αξιοπιστίας των ρητορικών λόγων ως πηγών για τη συγγραφή της ιστορίας. Τέλος, η εν λόγω έρευνα παρέχει στοιχεία για τη δράση των πολιτικών ομάδων στην Αθήνα και μας προσφέρει την πολύτιμη ευκαιρία να κατανοήσουμε τις πολιτικές διαδικασίες και να αποσαφηνίσουμε πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή συνέλευση.

Συνολικά, τα συμπεράσματα που μπορούμε να συναγάγουμε είναι ότι ο Αισχίνης πράγματι υποστήριξε την ειρήνη κατά τη διάρκεια των ειρηνικών διαπραγματεύσεων τη 18η και τη 19η του Ελαφηβολιώνος, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από το Α. 1.174 και Α. 2.79. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται πιθανό ότι ο Αισχίνης απέφυγε την ανοιχτή σύγκρουση με εκείνους που αντιμάχονταν την ειρήνη και προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, προσφέροντας έμμεση αλλά εξακολουθητική, για ένα κρίσιμο διάστημα, στήριξη στη σύναψη της ειρήνης. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο Αισχίνης δωροδοκήθηκε: απλώς αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Φιλίππου. Πιθανόν ο Αισχίνης να μην ήταν ο μόνος που υιοθέτησε μία τέτοια πολιτική γραμμή.

Από την άλλη μεριά, η πλειοψηφία του αθηναϊκού δήμου και μαζί του ο Δημοσθένης φαίνεται ότι προτιμούσαν τη λύση της ειρήνης με τη Μακεδονία και σταδιακά οδηγήθηκαν να δεχθούν τις σταθερές απαιτήσεις του Φιλίππου, μεταξύ των οποίων η συμμαχία και ο αποκλεισμός της Άλου, της Φωκίδος και του Κερσοβλέπτη από τη συνθήκη. Παρ’ όλο που ο Δημοσθένης είχε τους λόγους του να επιδιώκει μία γρήγορη διευθέτηση, προκειμένου να σταματήσει την κάθοδο του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα και να δώσει την ευκαιρία στην Αθήνα να συμμετάσχει στην τελική έκβαση του Τρίτου Ιερού πολέμου, προτίμησε να ενεργήσει στο παρασκήνιο, χρησιμοποιώντας τον Φιλοκράτη στην πρώτη γραμμή. Ο ίδιος περίμενε να δει τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των προτάσεων του Φιλοκράτη και των απόψεων του δήμου. Φυσικά, ο αθηναϊκός δήμος θα ήταν υπέρ μίας ειρήνης που θα προστάτευε την Άλο, τη Φωκίδα και τον Κερσοβλέπτη, αλλά εμπρός στο επαπειλούμενο αδιέξοδο οι σύμμαχοι θυσιάστηκαν. Τουλάχιστον, ο Δημοσθένης σε αυτή την κατάσταση επέλεξε να αποδεχθεί την ειρήνη ως απαραίτητο αποτέλεσμα πέρα από τη δική του επιθυμία αλλά και του δήμου για τερματισμό του πολέμου με τον Φίλιππο.

Κρίσεις και αναφορές

1. Otto Veh, Thomas Frigo, Diodoros Griechische Weltgeschicte, Buch XVI, Anton Hiersemann: Stuttgart 2007, σελ. 155, 185.

Chris Carey, Aeschines, Texas University Press: Austin, 2000, σελ.115, υποσημ. 87.
G. Martin, Divine Talk: Religious Argumentation in Demosthenes, Oxford University Press 2009, σελ. 52, υποσημ. 12 και σελ. 59, υποσημ. 33.
D. MacDowell, Demosthenes the Orator, Oxford University Press 2009, σελ. 319, υποσημ. 12.

  • Athanasios EFSTATHIOU, «Eueratos or rather Eukrates, son of Strombichos in Aischines’ De Falsa Legatione, 15 ? Manuscript tradition and Proper names», σελ. 12, BICS Vol. 49 (2006), σελ. 69-79.

Σκοπός της μελέτης είναι η αποκατάσταση του ορθού τύπου του ονόματος ενός Αθηναίου πολίτη που απαντά σ’ ένα σχετικό με τα γεγονότα της Ολύνθου (348 π.Χ.) χωρίο του λόγου του Αισχίνη Περί της παραπρεσβείας, παράγρ. 15. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις περισσότερες κριτικές εκδόσεις των λόγων του Αισχίνη το όνομα παραδίδεται ως Εὐήρατος ὁ Στρομβίχου.

Το σχετικό χωρίο και στην πρόσφατη έκδοση του M. Dilts στη σειρά Teubner του 1997 έχει ως εξής:῾Υπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς καιροὺς ῎Ολυνθος ἑάλω, καὶ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων ἐγκατελήφθησαν πολιτῶν, ὧν ἦν ᾿Ιατροκλῆς ὁ ᾿Εργοχάρους ἀδελφὸς καὶ Εὐήρατος ὁ Στρομβίχου [υἱός].

Είναι προφανές ότι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ανωτέρω χωρίο είναι κάποιος Αθηναίος πολίτης που έτυχε, για λόγους που δεν μπορούν να διευκρινισθούν, να βρεθεί στην Όλυνθο κατά την περίοδο που η πόλη κατελήφθη από τον Φίλιππο (348 π.Χ.) και μάλιστα να αιχμαλωτισθεί από τους Μακεδόνες κατακτητές τής πόλεως.

Το όνομα Εὐήρατος είναι «άπαξ ειρημένον» και δημιουργεί πολλές αμφιβολίες για την ορθότητά του. Πράγματι, εξετάζοντας τη χειρόγραφη παράδοση του κειμένου του Αισχίνη διαπιστώνουμε ότι ένα σημαντικό μέρος της παραδόσεως αυτής εμφανίζει την εναλλακτική γραφή Εὔκρατος, η οποία μολονότι απορρίπτεται, με το επιχείρημα ότι ως κύριο όνομα δεν απαντά στα κείμενα και τις άλλες πηγές παρά μόνο μετά το 149 μ.Χ., μας επιτρέπει να εικάσουμε την ακολουθία των παλαιογραφικών λαθών που από το σωστό όνομα Εὐκράτης οδήγησαν στις άλλες δύο γραφές, Εὔκρατος και Εὐήρατος.

Την υπόθεση που υποστηρίζεται στο άρθρο ενισχύει και η επιγραφή SEG ΧΧΙ 668, στ. 4 (356/5 π.Χ.), όπου αναφέρεται ο ταξίαρχος Εὐκράτης Στρομβίχο Εὐωνυμεύς. Κατά συνέπεια είμαστε σε θέση να αποκαταστήσουμε σωστά το οικογενειακό δένδρο του Στρομβίχου (Ι), βελτιώνοντας αυτό των Davies (APF) και Kirchner (PA).

Επιπλέον, στο άρθρο αυτό σχολιάζεται και το ζήτημα του οβελισμού της λέξεως υἱὸς από τον M. Dilts. Αποδεικνύεται ότι πρέπει να αποδεχθούμε την ύπαρξη της λέξεως υἱός, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση που θα δημιουργούσε η απουσία της, καθώς στο συγκεκριμένο σημείο ο Αισχίνης αντιπαραβάλλει δύο πρόσωπα, τον Ιατροκλή, τον αδελφό του Εργοχάρη, και τον Ευκράτη: κατά τη ροή της αφήγησης θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ο Ευκράτης αδελφός του Στρομβίχου. ΄Οπως αποδεικνύει μια σειρά παραδειγμάτων που παρατίθενται ως παράλληλα, ο κανόνας για την αποφυγή της χασμωδίας δεν τηρείται ιδιαίτερα αυστηρά στο κείμενο του Αισχίνη. Συνεπώς, για λόγους σαφήνειας, πρέπει να δεχθούμε τη γραφή Εὐκράτης ὁ Στρομβίχου υἱός.

Το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο κώδικας k (Parisinus Gr. 2998 του 13ου-14ου αι. μ.Χ.) διασώζει τις ορθότερες γραφές όσον αφορά τουλάχιστον στα κύρια ονόματα (προσωπικά, εθνικά και δημοτικά) και ίσως συνδέεται με κάποια εξω-αρχετυπική πηγή (ίσως κάποια έκδοση του κειμένου του Αισχίνη κατά την αρχαιότητα ή έστω ένα προ-αρχέτυπο).

  • Athanasios EFSTATHIOU, «Euthyna procedure in 4th c. Athens and the case On the False Embassy», Dike 10 (2009), σελ. 113-135.

Το άρθρο αυτό σε μία προηγούμενη εκδοχή του παρουσιάστηκε σε ομιλία στο Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών του Λονδίνου (2/3/2006) και αφορά στη διαδικασία της εὐθύνης ή των εὐθυνῶν στην Αθήνα του 4ου αι. π.Χ., θέμα που φωτίζεται ιδιαιτέρως από τη λεπτομερή εξέταση -ανάμεσα σε άλλες πηγές- των λόγων του Αισχίνη και του Δημοσθένη Περί της παραπρεσβείας (343 π.Χ.).

Αρχικά, γίνεται λόγος για τη σημασία που αποκτά ο όρος εὔθυνα/εὔθυναι (βλ. LSJ λ. εὔθυνα (ἡ), για το περιεχόμενο του όρου, ο οποίος απαντά και στον ενικό αλλά κυρίως στον πληθυντικό). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τύπος εὐθῦνα είναι μάλλον λανθασμένος, ενώ ο τύπος εὐθύνη είναι μεταγενέστερος στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αθήνας, έχοντας αρχικά την έννοια της «έκθεσης-απόδοσης πεπραγμένων» από τους απερχόμενους δημόσιους λειτουργούς. Το επίθετο ὑπεύθυνος, που αποδίδεται σε κάθε δημόσιο λειτουργό αλλά και κάθε πολίτη εν γένει που με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί να ασκήσει ρόλο δημοσίου λειτουργού, σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό υποβάλλεται σε μία διαδικασία ελέγχου για το έργο που έχει επιτελέσει στην πόλη, κάποτε μάλιστα σε συνθήκες όχι μόνο έντονων πολιτικών τριβών αλλά και στην καθημερινή πολιτική σκηνή. Όταν, επίσης, το επίθετο ὑπεύθυνος εμφανίζεται με το αρνητικό του πρόθεμα ως ἀνυπεύθυνος σημαίνει ότι είτε «δεν απαιτείται να παρουσιάσει έκθεση πεπραγμένων και λογαριασμών» είτε -σε συμφραζόμενα που δεν σχετίζονται με την εὔθυναν- «δεν υπόκειται σε κάποια ποινή ή αμφισβήτηση».

Η διαδικασία εκκινείται μετά την ολοκλήρωση της θητείας του δημοσίου λειτουργού, του αξιωματούχου ή του άρχοντα και περιλαμβάνει τρία στάδια: α) τον οικονομικό έλεγχο (ή στάδιο των λογιστών), β) τον πολιτικό ή άλλο έλεγχο (στάδιο των ευθύνων) και γ) τη διακριτή νομική διαδικασία ως συνέπεια της ύπαρξης συγκεκριμένης σχετικής κατηγορίας.

Αφού εξετάζονται οι διαθέσιμες για το θέμα πηγές, κυρίως η Αθηναίων Πολιτεία (48.4 και 5) και ο λόγος του Ανδοκίδη Περί μυστηρίων (=1) παράγρ. 78, καθώς και οι δύο λόγοι του Αισχίνη και του Δημοσθένη Περί της παραπρεσβείας όπως και άλλες πηγές (επιγραφές και μεταγενέστεροι λεξικογράφοι) διαπιστώνεται ότι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη συγκεκριμένη πρακτική, αν δεχθούμε ότι η εὔθυνα αποτελούσε το προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ακολουθούνταν η εξής διαδικασία: α) ο έλεγχος που ασκούσαν οι λογιστές, β) ο έλεγχος εκ μέρους των εὐθύνων και γ) εφόσον προέκυπτε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον ενός αξιωματούχου, αυτή έπρεπε να εισαγάγει κάποια διακριτή νομική διαδικασία (δίκην, ή γραφήν, ή εἰσαγγελίαν).

Έχει ήδη επισημανθεί από τους P. Rhodes και H. M. Hansen ότι η νομική διαδικασία μετά την εὔθυναν ενός απερχομένου αξιωματούχου θα μπορούσε να είναι η εἰσαγγελία ή έστω ότι η εἰσαγγελία θα μπορούσε να αποτελέσει το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που συλλήβδην καλούμε εὔθυνα. Με την άποψη αυτή συνηγορούν και οι πηγές της εποχής (λογοτεχνικές και μη), καθώς για μία τόσο συνήθη διαδικασία -με εκατοντάδες πολίτες υπόλογους κάθε χρόνο και σε ένα περιβάλλον που θα ήταν δυνατόν να χαρακτηρισθεί από τη δικομανία των πολιτών- έχουμε ελάχιστες περιπτώσεις εὐθύνης, οι οποίες φθάνουν ενώπιον του δικαστηρίου.

Η άποψη που διατυπώνεται στο άρθρο αναθεωρεί την κρατούσα, κατά την οποία η εὔθυνα θεωρείται ως συμπαγής διμερής διαδικασία αποτελούμενη α) από το στάδιο του ελέγχου των λογιστών και των ευθύνων και β) από την ακροαματική διαδικασία της ευθύνης. Η δυνατότητα του Αθηναίου πολίτη να οδηγεί την υπόθεση στο δικαστήριο με τη διαδικασία της εἰσαγγελίας ή για ιδιωτικά ζητήματα με τη διαδικασία της δίκης, εξηγεί, κατά την άποψή μου, την αναφορά των πηγών σε ελάχιστες περιπτώσεις εὐθύνης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι παράλληλα αντιμετωπίστηκαν και προβλήματα που αφορούν στο κείμενο της Αθηναίων Πολιτείας· η αυτοψία του παπύρου μάς δίδει τη δυνατότητα να διατυπώσουμε προτάσεις αρκετά διαφορετικές για τη συμπλήρωση των χασμάτων του παπύρου κυρίως στα χωρία 48.4 και 48.5 (θα ακολουθήσει σχετική μελέτη· βλ. παρακάτω Έρευνα σε εξέλιξη).

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι στην εργασία αυτή επιχειρείται αναθεώρηση και υπέρβαση των απόψεων που είχα διατυπώσει στη διδακτορική μου διατριβή, όπου απλώς προβάλλονταν οι δύο απόψεις περί δομής της διαδικασίας της εὐθύνης και εντοπίζονταν τα προβλήματα, χωρίς να έχει λυθεί οριστικά το ζήτημα αυτό. Με το άρθρο αυτό η θεωρία περί τριμερούς χωρισμού της διαδικασίας και της δυνατότητας η δίκη να διεξαχθεί υπό την μορφή της εἰσαγγελίας ή της γραφῆς εξηγεί καλύτερα τη γενικότερη διαδικασία της εὐθύνης αλλά και τη διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του Αισχίνη το 345 π.Χ. από τον Τίμαρχο και τον Δημοσθένη, και το 343 μόνο από τον Δημοσθένη. Στην περίπτωση βέβαια εκείνη χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία της γραφῆς (βλ. και Δημ. 19.103), που από τους λεξικογράφους ονομάζεται γραφὴ παραπρεσβείας.

Κρίσεις και αναφορές

Sophia Adam-Magnisali, «Un cas particulier de Gage dans l’ Athènes Classique», Revue Historique de Droit Français et Étranger 3 (2010), σελ. 444, υποσημ. 5.

  • Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου, «Επισιτισμός και εξωτερική πολιτική: Το ζωτικό ενδιαφέρον της Αθήνας για τα νησιά Ίμβρος, Λήμνος και Σκύρος κατά τον 4ο αι. π.Χ.», στο: Πρακτικά του Συνεδρίου «Αιγαίο: Ιστορία, Πολιτισμός, Λογοτεχνία», Ρόδος, Νοέμβριος 2003, σελ. 10 (υπό έκδοση).

Η αυτάρκεια σε σιτηρά, όπως σημειώνεται από ειδικούς, ίσως αποτελέσει ένα μεγάλο πρόβλημα για τα σύγχρονα κράτη. Το ίδιο ζήτημα, σε άλλη κλίμακα, απασχολούσε ιδιαίτερα τις πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ακόμα και περιοχές αρκετά παραγωγικές σε σιτάρι, όπως η Πελοπόννησος, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες ποσότητες για τη διατροφή του πληθυσμού τους και κατέφευγαν συχνά σε εισαγωγή σιταριού από τον Πόντο.

Στο ίδιο πλαίσιο, της διπλωματικής δηλαδή δραστηριότητας της Αθήνας για την εξασφάλιση του επισιτισμού των κατοίκων της με την εισαγωγή σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο, εντάσσεται και το ενδιαφέρον της πόλης για τα νησιά ΄Ιμβρος, Λήμνος και Σκύρος, από τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 4ο αι.

Στην εισαγωγή του εν λόγω άρθρου γίνεται αναφορά στα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο χρονικό διάστημα από το 404 έως περίπου το 315 π.Χ., στα οποία αποτυπώνονται οι τάσεις, οι προσδοκίες και οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας. Παράλληλα με την εξωτερική πολιτική ερευνάται ένας άλλος παράγοντας της ζωής, της οικονομίας και της εσωτερικής οργάνωσης των Αθηναίων, αυτός του επισιτισμού, ο οποίος συνδέεται άμεσα, όπως αποδεικνύεται στην παρούσα μελέτη, με την εξωτερική πολιτική. Έτσι, στην Αττική το θέμα του εφοδιασμού με σιτηρά αποκτά ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με το ζήτημα της ασφάλειας της πόλης· η διαπίστωση αυτή προκύπτει και από τις γραμματειακές πηγές της εποχής. Στη Ρητορική π.χ. του Αριστοτέλη (1360 a 10-11), τα δύο θέματα, η ασφάλεια της πόλης και η εξασφάλιση τροφίμων, φέρονται στενά συνδεδεμένα. Στην Αθηναίων Πολιτεία (βλ. 43.4) επίσης αναφέρεται ότι τόσο το ζήτημα του επισιτισμού όσο και της ασφάλειας εμπεριέχονται απαραιτήτως στην ημερήσια διάταξη των κυρίων εκκλησιών του δήμου.

Επομένως, στο επισιτιστικό πρόγραμμα της Αθήνας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. σημαντικό ρόλο έχει η επικοινωνία της Αθήνας με σιτοπαραγωγές περιοχές ιδίως του Ευξείνου Πόντου και η προμήθεια σιτηρών από τη Μαύρη θάλασσα, τον Βόσπορο μέσω της λεγομένης οδού των σιτηρών, που αφού διέτρεχε τον Ελλήσποντο, χρησιμοποιούσε ως σταθμούς κατά τη διαδρομή στο Αιγαίο τα νησιά Ίμβρος, Λήμνος, Σκύρος, πριν καταλήξει στις ακτές της Αττικής και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Πειραιά.

Στο άρθρο αυτό λοιπόν εξετάζονται αυτοί οι δύο θεματικοί άξονες, δηλαδή το πρόβλημα του επισιτισμού της Αθήνας και η αναγκαιότητα ελέγχου με κάθε τρόπο των τριών αυτών νήσων. Παρουσιάζονται οι πηγές, γραμματειακές και άλλες (επιγραφές: ψηφίσματα, συνθήκες), που αποδεικνύουν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 4ου αι. η Αθήνα διατήρησε τον έλεγχο των νησιών Ίμβρου, Λήμνου και Σκύρου σε κάθε συνθήκη.

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το ζήτημα του επισιτισμού ήταν οπωσδήποτε ζωτικής σημασίας για την Αθήνα και εξηγεί την επιμονή της να διατηρήσει τον έλεγχο των τριών νήσων, όπως και του Βυζαντίου, που σε διαφορετική περίπτωση μόνον ως μονομανία θα μπορούσε να ερμηνευθεί.

Η συγκροτημένη παρουσίαση του θέματος με αναγωγές στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική πολιτική της Αθήνας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ο στόχος της μελέτης και η επιδιωκόμενη προσφορά της για τη μελέτη της ιστορίας της περιόδου.

 

  • Αθανάσιος Αγγ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Ο κώδικας 1066 της ΕΒΕ (προερχόμενος από την Ιερά Μονή Δουσίκου) και τα Γραμματικά Ερωτήματα κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο», Ιόνιος Λόγος, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Ιστορίας (Τόμος-χαριστήριος στον καθηγητή Δημ. Σοφιανό), Κέρκυρα 2007, σελ. 75-123

Η παρούσα μελέτη ασχολείται με το ζήτημα των Γραμματικών Ερωτημάτων, που έως σήμερα δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά. Τα Γραμματικά Ερωτήματα αποτελούν ιδιαίτερη μέθοδο ανάπτυξης γραμματικών πραγματειών, που συναντώνται σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από την Ύστερη Αρχαιότητα μέχρι το Ύστερο Βυζάντιο ακόμη και μέχρι τον 19ο αι.· όμως, για την παρούσα μελέτη και για λόγους οικονομίας το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι γραμματικές αυτές πραγματείες του Ύστερου Βυζαντίου, και αναφέρονται επιγραμματικά επώνυμες γλωσσικές-γραμματικές πραγματείες που έχουν εκδοθεί σε μορφή γραμματικών ερωτημάτων καθώς και χειρόγραφα που περιέχουν γραμματικές μελέτες και χρησιμοποιούν ως μέθοδο σύνθεσης την ερωτοαποκριτική. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα Ερωτήματα του Μανουήλ Χρυσολωρά που συνεγράφησαν μάλλον κατά την παραμονή του στη Φλωρεντία, την περίοδο 1397-1400. Στόχος αυτού του πονήματος του Χρυσολωρά ήταν να έχει στη διάθεσή του ένα ικανοποιητικό και αποτελεσματικό εγχειρίδιο διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ως διδακτικό βοήθημα για τα μαθήματα που παρέδιδε σε ουμανιστές της Ιταλίας. Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να εντοπισθούν τυχόν επιρροές που δέχθηκε ο Χρυσολωράς κατά τη συγγραφή τού έργου του από ανάλογα εγχειρίδια της Δύσης, όπως το εγχειρίδιο διδασκαλίας της λατινικής Doctrinale του Alessandro di Villedieu (περίπου 1170-μέσα του 13ου αι.) καθώς και η μεσαιωνική εκδοχή της λατινικής γραμματικής του 4ου αι. μ.Χ. του Donatus, γνωστής ως Ianua.

Μετά από μία σύντομη αναφορά στην ιστορία της Ιεράς Μονής Δουσίκου καθώς και στην απόσπαση πολλών χειρογράφων της και τη μεταφορά τους στην Εθνική Βιβλιοθήκη, παρουσιάζεται ο κώδικας 1066 της Εθνικής Βιβλιοθήκης (έως το 1882 στη συλλογή της Ιεράς Μονής Δουσίκου) ως δείγμα γραμματικής πραγματείας συντεθειμένης με τη μορφή Γραμματικών Ερωτημάτων. Περιγράφεται, λοιπόν, για πρώτη φορά με λεπτομέρεια ο κώδικας αυτός, ο οποίος δεν περιέχει στα 128 φύλλα του μόνο τη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός, όπως είχε αναφερθεί στον παλαιότερο κατάλογο των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ιωάννη Σακκελίωνα, αλλά πέρα από το κείμενο του Διονυσίου ενσωματώνει πολλά ενδιαφέροντα γραμματικά σχόλια που αναμένουν την ταύτιση και έκδοσή τους. Το υδατόσημο που αναγνωρίζεται και ταυτίζεται με το υπ’ αριθμόν 692 (της περιόδου 1483-1509) της εκδόσεως του Briquet, καθώς και το είδος της γραφής που είναι η τρέχουσα συνηθισμένη γραφή του δευτέρου ημίσεως του 15ου αι. και ίσως των αρχών του 16ου αι., μας δίδουν ένα αρκετά σαφή χρονικό προσδιορισμό για την περίοδο συγγραφής του χφ. 1066 της ΕΒΕ. Ενδεχομένως το χφ. εντάσσεται σε μία ομάδα χφφ. που αποδίδονται στους λακεδαιμόνιους κωδικογράφους της εποχής (Νικόλαος Μελαγχροινός, Δημήτριος Τριβώλης, Γεώργιος Μόσχος κ.ά.), οι οποίοι έχουν αντιγράψει αρκετά χφφ. που περιέχουν αρχαιοελληνικά κείμενα και πραγματείες. Τέτοια μάλιστα χφφ. των λακεδαιμονίων κωδικογράφων υπάρχουν και στη συλλογή της ΕΒΕ (π.χ. 1057, 1056, 1068 κ.ά.).

Επίσης, επιχειρείται δειγματοληπτικά ο εντοπισμός των πηγών από όπου αντλεί για τη σύνθεση αυτού του γραμματικού συμπιλήματος ο συγγραφέας του· έτσι, καταλήγουμε ότι πηγές του, ανάμεσα σε άλλες, είναι τα Scholia Marciana και τα Scholia Vaticana, καθώς και ο κώδικας Guelferbytanus Gudianus 112 του 13ου αι.

Η εν λόγω γραμματική πραγματεία φαίνεται ότι, παρά τη χρονολόγησή της κατά τα τέλη του 15ου αι., δεν επηρεάζεται ως προς το περιεχόμενο από την κατάταξη των ουσιαστικών σε δέκα κλίσεις, που εισάγει μαζί με άλλους συγχρόνους του ο Μανουήλ Χρυσολωράς, αλλά διατηρεί την κλασική διαίρεση των πενήντα έξι κλίσεων που ανάγεται στον Θεοδόσιο τον Αλεξανδρινό και συνεπώς συνδέεται με τη γραμματική παράδοση που τοποθετείται χρονικά πριν τον Χρυσολωρά. Είναι ενδεχόμενο ότι συντάσσεται κατά τα τέλη του 15ου αι. σε μορφή ερωτοαποκρίσεων εξαιτίας της αναβίωσης αυτής της μεθόδου που επιτυγχάνεται με την έκδοση των Ερωτημάτων του Χρυσολωρά, αλλά οι καινοτομίες του Χρυσολωρά στην κωδικοποίηση και την παρουσίαση του υλικού δεν γίνονται αμέσως αποδεκτές.

Αν η περαιτέρω έρευνα στηρίξει την άποψη ότι τα Γραμματικά Ερωτήματα όντως αποτελούν ευρέως διαδομένη μέθοδο διδασκαλίας της Γραμματικής κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, εφόσον τα δείγματα ερωτοαποκριτικών γραμματικών πραγματειών που ήρθαν στο φως με τους ήδη δημοσιευθέντες παπύρους αλλά και με τους παπύρους που η δημοσίευσή τους θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά παραδείγματα μίας γενικευμένης διδακτικής μεθόδου, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η εξάρτηση από βασικά έργα της Ύστερης Αρχαιότητας, που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ισχύει σαφώς και στην περίπτωση των σχολικών εγχειριδίων γραμματικής και εν γένει των γραμματικών πραγματειών που ήταν γραμμένες σε ερωτοαποκριτική μορφή.

Τη μελέτη αυτή ολοκληρώνει παράρτημα με πίνακα αναλυτικών περιεχομένων (φύλλο προς φύλλο) του κώδικα 1066 της ΕΒΕ, σε διπλωματική μεταγραφή (σελ. 91-123).

Κρίσεις και αναφορές

Βασίλειος Κατσαρός, «Έργα του Θεοδοσίου Ζυγομαλά σε λανθάνον χειρόγραφο από τη μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών στη Σόφια (κωδ. Dujčev gr. 353)», σελ. 240, υποσημ. 51 στο Σ. Περεντίδης - Γ. Στείρης (επιμ.), Ιωάννης και Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, Πατριαρχείο-Θεσμοί-Χειρόγραφα, Αθήνα 2009.

Δημήτριος Ζ. Σοφιανός, «Βυζάντιο. Ρωμαϊκή και Ελληνική Παράδοση. Χριστιανισμός και Ορθοδοξία» (β΄ έκδοση επαυξημένη και βελτιωμένη), Έκδοση Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως), Άγια Μετέωρα- Καλαμπάκα 2008, σελ. 101.

  • Αθανάσιος Αγγ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Από τον Πλάτωνα στον Κώστα Βάρναλη: Η απολογία και η αληθινή απολογία του Σωκράτη», Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνική Αρχαιότητα και Νεοελληνική Λογοτεχνία, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, Κέρκυρα 2009, σελ 97-110.

Το άρθρο, που αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας μου στο εν λόγω συνέδριο, επιχειρεί μία ανάγνωση του κειμένου του Βάρναλη η οποία εστιάζει σε δύο κυρίες θεματικές περιοχές, τις αρχαιοελληνικές πηγές στις οποίες βασίζει το έργο του ο Βάρναλης, και τον τρόπο που τις προσλαμβάνει, τις τροποποιεί ή τις μεταπλάθει. Έτσι, μέσω της πρώτης θεματικής η οποία στην κλασική φιλολογία ισχύει ως μία από τις κεντρικές αναφορές της έρευνας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα (Quellenforschung), εντοπίζονται οι συγκεκριμένες πηγές, στο πλατωνικό και ξενοφώντειο έργο, τις οποίες αρύεται ο νεοέλληνας λογοτέχνης. Η δεύτερη θεματική στην οποία βασίζεται η ανάλυση, η πρόσληψη των αρχαιοελληνικών κειμένων στο συγκεκριμένο έργο του Βάρναλη, λαμβάνει υπόψη τις πολιτικές, λογοτεχνικές και άλλες παραμέτρους στις οποίες στηρίζεται η βαρναλική Απολογία. Το σημαντικό αρχαιογνωστικό έργο του Βάρναλη, -ο όρος αρχαιογνωστικό κείμενο αναφέρεται σε δημιουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που έχουν απευθείας σχέση με κάποιο κείμενο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας το οποίο αποτελεί πηγή του-, αποτελεί προσωπική ανάγνωση ενός έργου-σταθμού της παγκόσμιας λογοτεχνικής παράδοσης. Ο Βάρναλης στο νεοελληνικό κείμενο που μας παραδίδει επιχειρεί τη μετάπλαση της πηγής του με το να εμβολιάσει σε αυτή τα δικά του ερμηνεύματα και προεκτάσεις. Ο νεοέλληνας δημιουργός επιμένει στα κείμενα του Πλάτωνα κυρίως και σε κάποιο βαθμό του Ξενοφώντα, ενσωματώνοντας σε ένα αδρό πλαίσιο, που δανείζεται από εκείνα, τα δικά του ευρήματα, τις δικές του λογοτεχνικές επιλογές. Το θεματικό φορτίο που προσφέρουν ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας περνά μέσα από τα φίλτρα της προσωπικότητας του Βάρναλη, ο οποίος διαθέτοντας ξεχωριστή δύναμη αφομοιωτική δίνει τη δική του μορφή, τα δικά του χαρακτηριστικά, μία άλλη βαρναλική δυναμική στον πλατωνικό Σωκράτη. Οι επίκαιρες ιστορικές εμπειρίες, τα πιστεύω και οι πολιτικές αναζητήσεις του ποιητή συμπλέκονται με τον θεματικό πυρήνα των έργων του 4ου αιώνα π.Χ., δημιουργούν νέες επιστρώσεις στην επιφάνειά του και αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή του, που λαμβάνει διαστάσεις σύγχρονης ιστορίας (Βλ. Δ.Ν., Μαρωνίτης, Πίσω Μπρος. Προτάσεις και Υποθέσεις για τη Νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Αθήνα: Στιγμή 1986, σ. 40, υποσημ. 5).

Ο Βάρναλης, λοιπόν, σέβεται τη βασική δομή των έργων του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, τις ιστορικές πληροφορίες που αυτά διασώζουν και επιχειρεί με τα στοιχεία αυτά ως αφορμήσεις να δημιουργήσει έναν άλλο συμβολικό ήρωα, έναν άλλο Σωκράτη. Η ζωή της Αθήνας των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. περνάει μέσα στο κείμενο του Βάρναλη και επενδύεται με το κωμικό και το σατιρικό στοιχείο τού νεοέλληνα ποιητή. Έτσι, ο Σωκράτης και η δίκη του με ποικίλους ευρηματικούς αναχρονισμούς και μετασχηματισμούς προσλαμβάνουν επιπλέον λειτουργίες με πρώτη και θεμελιωδέστερη την κοινωνική παρέμβαση, την κριτική των υφιστάμενων δομών του αστικού κράτους, καθώς και τη διάθεση ανατροπής των σαθρών στοιχείων της κοινωνίας του μεσοπολέμου, την ανάταξη των παθογενειών της (πρβλ. Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Β΄, Αθήνα: Ίκαρος 1974, σ. 32). Πρόκειται για μια σύγχρονη αναπαράσταση της δίκης του Σωκράτη με σαφώς κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο ή, καλύτερα, για μία ανατρεπτική προέκταση της υλικού που προσφέρει ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, και υπό την έννοια αυτή ο Βάρναλης εντάσσεται απόλυτα στο φάσμα της ποιητικής της γενιάς του 1930, όπου τέτοιες ανασκευές και ανατροπές του υλικού της αρχαιοελληνικής παράδοσης είναι συνήθεις, αλλά, όπως οι ποιητές της γενιάς του 1930, έτσι και αυτός αποτελεί πρόδρομο των ποιητών της γενιάς του 1970, που με τα αρχαιόθεμα ή αρχαιόμυθα έργα τους επιχειρούν μία σαφώς ανατρεπτική ανάγνωση των αρχαίων μύθων.

Το έργο Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη εξασφαλίζοντας στενή σκηνική σύνδεση με τα πρότυπά του, διατηρεί τον άμεσο συσχετισμό και την αλληλουχία των εικόνων, τις επιλεκτικές θεματικές συνδέσεις αλλά και θεματικές υπερβάσεις και ανατροπές∙ αποτελεί ένα σύγχρονο έργο που συνομιλεί με την αρχαιότητα διεκδικώντας ταυτόχρονα συνάφεια αλλά και ανεξαρτησία.

  • Αθανάσιος Αγγ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Ο Δημοσθένης, ο Άρπαλος και το ταμείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου: Η δημοκρατία ελέγχουσα τους λειτουργούς της στην Αθήνα της κλασικής περιόδου», Νέα Παιδεία 136 (2010), σελ. 17-34.

Στο άρθρο αυτό αρχικώς παρουσιάζονται δύο σημαντικές ελεγκτικές διαδικασίες του νομικού συστήματος της Αθήνας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., η δοκιμασία ρητόρων και η εύθυνα. Αφού αναλύονται οι διαδικασίες με βάση τις διαθέσιμες πηγές, συζητούνται τα προβλήματα που απασχόλησαν την έρευνα και διατυπώνεται η νέα άποψη ότι η δοκιμασία ρητόρων παρότι παραδίδεται με σαφήνεια από τον λόγο του Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι υπήρξε ως διακριτή διαδικασία με το όνομα αυτό, αλλά είναι πιθανό να γίνεται από τον Αισχίνη χρήση ενός όρου που παραπέμπει μόνο στο περιεχόμενο της διαδικασίας (για το ζήτημα αυτό πρόκειται να δημοσιευθεί άρθρο σε ξενόγλωσσο περιοδικό). Το άρθρο καταλήγει στη συζήτηση του οικονομικού σκανδάλου του Αρπάλου, ταμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που συγκλόνισε την Αθήνα την εποχή του Δημοσθένη. Η επιλογή και η πραγμάτευση του θέματος έθεσε ως στόχο την ανάδειξη της ιστορίας, της πολιτικής και του νομικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας ως παράγοντα για την ερμηνεία σύγχρονων γεγονότων, εξελίξεων ή έστω ως συγκριτικού στοιχείου για τη μελέτη τους.

  • Αθανάσιος Αγγ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Genus Commentariorum (Pars I)», ΠΛΑΤΩΝ 57 (2010-2011), σελ. 153-165.

Η μελέτη αυτή, που το πρώτο μέρος της δημοσιεύεται στο παρόν άρθρο, θέτει ως στόχο της την παρουσίαση ενός είδους ερμηνευτικής μελέτης της κλασικής γραμματείας, το λημματικό υπόμνημα. Αφού γίνεται λόγος για τις σύγχρονες συζητήσεις περί υπομνήματος στη διεθνή βιβλιογραφία, το άρθρο εστιάζει στα χαρακτηριστικά τού ερμηνευτικού υπομνήματος.

Το υπόμνημα είναι μια χρηστική μελέτη που διευκολύνει τη διαδικασία κατανόησης του κειμένου και αυτό γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις κειμένων που έχουν γραφεί σε μια μη ομιλούμενη γλώσσα, όπως είναι η αρχαία ελληνική και η λατινική. Συνεπώς, κατά την ανάγνωση-μελέτη ενός κλασικού κειμένου, σε κάθε σημείο του, ο αναγνώστης είναι αναγκαίο να κατανοήσει γλωσσικά το κείμενο και ως εκ τούτου αναζητεί βοήθεια, για να προσδιορίσει τις λογικές και πιθανές ερμηνείες· έτσι, η γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου κειμένου αναδεικνύεται ως ο σημαντικότερος παράγοντας για την ερμηνευτική προσέγγισή του.

Εν τέλει το υπόμνημα ως προϊόν ανάγνωσης και ερμηνείας του κειμένου συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία πρόσληψης του κειμένου, είναι το προϊόν της ανταπόκρισης του υπομνηματιστή έναντι του κειμένου: η αντίδραση του αναγνώστη δεν αναφέρεται στο νόημα του κειμένου, αλλά η ίδια η αντίδραση αποτελεί το νόημα του κειμένου, κατά τον Stanley Fish (στο βιβλίο του: Is there a text in this class?: the authority of interpretive communities, Cambridge, Mass: Harvard University Press, 1980).

Άρθρα σε επιστημονικές σειρές

Συγγραφή τριών άρθρων για την 13τομη Encyclopedia of Ancient History, Wiley-Blackwell Publication, Malden, MA, U.S.A., με τους ακόλουθους τίτλους:

 Confiscation of property

 Philocrates

 Metronomoi

Λοιπά δημοσιεύματα

  • Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου, «Εισαγωγή στην Κλασσική Ρητορεία και στο ρήτορα Λυσία», σελ. 15-29, στο βιβλίο του Γεωργίου Ράπτη, Λυσίας. Οι Πανηγυρικοί του Λόγοι (3ος τόμος), εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004.

Στην εισαγωγή αυτή στον 3ο τόμο (σελ. 15-29) των έργων του Λυσία που εκπονήθηκε από τον Γ. Ράπτη, επιχειρείται αρχικά μία σύντομη αναδρομή στη σχετική με τους ρήτορες και τη ρητορεία της κλασικής εποχής έρευνα κατά τον τελευταίο αιώνα, διευκρινίζεται το περιεχόμενο των όρων ρητορεία και ρητορική και στη συνέχεια γίνεται διεξοδική αναφορά στον ρήτορα και λογογράφο Λυσία. Συγκεκριμένα, σχολιάζεται το ύφος των λόγων του, η επιχειρηματολογία, η ηθοποιία, η πατρότητα-αυθεντικότητα και η επιβίωση των λόγων του, καθώς και η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου του, κυρίως τα αποσπάσματα λόγων του που ευρέθησαν σε παπύρους. Τέλος, σε σύντομα κεφάλαια παρατίθενται οι σημαντικότερες μελέτες για τον Λυσία και το έργο του, καθώς και τα υπομνήματα που έχουν εκπονηθεί για τους λόγους του Λυσία.

  • Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου, «Nunc est bibendum: Η άμπελος και ο οίνος κατά την αρχαιότητα: επισκόπηση της οινικής παραγωγής», (υπό έκδοση στα Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου για την Ιστορία του Αμπελώνα Λαρίσης, Θεσσαλονίκη 2009), σελ. 11.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραφε: ο Θεός έφτιαξε το νερό, ο άνθρωπος το κρασί και μία τέτοια γνώμη υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε το κρασί στη ζωή του ανθρώπου αλλά και στην πορεία του πολιτισμού του. Στο συνέδριο που οργανώθηκε από τον δήμο Αμπελώνα Λαρίσης το θέμα που ανέπτυξα, και αποτέλεσε μετέπειτα αντικείμενο του σχετικού άρθρου, αφορά στη σχέση ανθρώπου με τον οίνο στην αρχαιότητα, αρχής γενομένης από τη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδος. Το κρασί, στην πρώιμη ιστορική περίοδο, κατέστη βασικό χαρακτηριστικό της κουλτούρας του ελληνικού λαού και αυτό βέβαια δεν οφείλεται σε κάποιου είδους οικολογική αιτιότητα, αλλά αποτελεί σημαντική πολιτιστική και κοινωνική επιλογή. Υπήρξε το αγαπημένο καθημερινό ποτό όλων των κοινωνικών τάξεων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Ρώμη. Τα συμπόσια, οι κοινωνικές συνάξεις που είχαν ως στόχο τους την ανταλλαγή απόψεων ανθρώπων υψηλών κοινωνικών τάξεων, οργανώνονταν με επίκεντρο την εκλεκτική οινοποσία κρασιού που προηγουμένως είχε νερωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο άκρατος-ανέρωτος οίνος ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο των απολίτιστων ανθρώπων, αφού είχε παγιωθεί η άποψη ότι αυτός ο οίνος προκαλούσε ζημία στη σωματική και πνευματική υγεία. Η μελέτη παρουσιάζει την καλλιέργεια της αμπέλου στην αρχαιότητα, τις αναφορές και την εν γένει πραγμάτευση του οίνου στην ελληνική μυθολογία, τα συμπόσια στην ελληνική αρχαιότητα, σύντομη ανάλυση σχετικά με την οινοποίηση και τα ονομαστά κρασιά της αρχαιότητας με παράλληλες αναφορές από την ελεγειακή ποίηση του Θέογνη και άλλων κειμένων της ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας.

  • Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου, «Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες: Ο έλεγχος των δημοσίων λειτουργών στην Αθήνα κατά την κλασική εποχή», Εκπαιδευτική Κιβωτός 2 (2007), σελ. 111-125.

Το άρθρο αυτό αποτελεί μία εισαγωγή στη νομική διαδικασία της ευθύνης που εφαρμοζόταν στην κλασική Αθήνα, προκειμένου να ελεγχθούν οι απερχόμενοι δημόσιοι λειτουργοί. Παρότι απευθύνεται σε μη ειδικό κοινό, η παρουσίαση βασίζεται στην εξέταση των σχετικών πηγών, οι οποίες αναλύονται και γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπισθούν τα προβληματικά σημεία τους.

  • Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου, «My name is Diodorus of Sicily», Εκπαιδευτική Κιβωτός 3 (2008), σελ. 36-45.

Εισαγωγή στον ιστορικό του 1ου αιώνα π.Χ. Διόδωρο από το Αγύριο της Σικελίας αποτελεί το άρθρο αυτό. Σε ένα περιοδικό εκπαιδευτικών, γίνεται προσπάθεια να συστηθεί ο Διόδωρος με ένα κείμενο εισαγωγικό που παρουσιάζει στοιχεία βιογραφικά του συγγραφέα, αναφορά στο έργο του, στις πηγές που χρησιμοποιεί, στη γλώσσα του και, τέλος, στο ζήτημα της πρόσληψης και αποτίμησής του. Θεωρώντας ότι είναι χρήσιμο να υπερβαίνονται οι προκαταλήψεις που κατά καιρούς αφήνουν στην αφάνεια κάποιους συγγραφείς, δικαιολογημένα ή όχι, η μελέτη αυτή δίδει τις απαραίτητες πληροφορίες σε ένα αναγνωστικό κοινό εκπαιδευτικών και όχι ερευνητών. Το άρθρο αποτελεί μία όσο το δυνατόν νηφάλια παρουσίαση του Διοδώρου.

Βιβλιοκρισίες

  • Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου: «Σοφίας Αδάμ-Μαγνήσαλη, Έλεγχος και Λογοδοσία των Αρχών στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004», Ελληνικά 57 (2007), σελ. 183-189.

Η βιβλιοκρισία αφορά στο βιβλίο της Σοφίας Αδάμ-Μαγνήσαλη, θέμα του οποίου αποτελεί ο ελεγκτικός μηχανισμός που έθετε σε εφαρμογή το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, προκειμένου να διασφαλίσει το ζήτημα της άσκησης εξουσίας από τους πολίτες που την ασκούσαν. Έτσι, αφού παρουσιάζεται σύντομα το περιεχόμενο του βιβλίου κατά κεφάλαιο, διατυπώνονται παρατηρήσεις για σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την έρευνα και είτε λείπουν από το εν λόγω βιβλίο είτε η πραγμάτευσή τους κρίνεται ελλιπής. Συγκεκριμένα, εκτός από κάποιες -όχι σημαντικές- επιμέρους παρατηρήσεις, αναφέρεται ως σημαντικό προς μελέτη ζήτημα αυτό των πολλαπλών κατηγόρων, αν ήταν επιτρεπτό δηλαδή να έχουμε περισσότερους από έναν κατηγόρους σύμφωνα με το αττικό δίκαιο. Επιπλέον, φαίνεται να λείπει από το οικείο κεφάλαιο (βλ. σελ. 96-97 του βιβλίου) η αναφορά στη διαδικασία της προβολής και στη διάκριση των φάσεων της προβολής που επιχειρεί ο E. M. Harris σε δύο σχετικά άρθρα του· είναι δε σημαντική αυτή η διάκριση, γιατί αποτελεί μοντέλο δόμησης διαδικασίας που μάλλον ισχύει και στην περίπτωση της ευθύνης, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται άμεσα με τον θεματικό πυρήνα του βιβλίου.

  • Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου: «P. Fröhlich, Les cités Grecques et le contrôle des magistrats (IVe -Ier siècle avant J.-C.). École pratique des Hautes Études. Hautes Études du monde gréco-romain, 33. Geneva and Paris: Droz, 2004, σελ. xii και 634. ISBN: 2-600-00956-6», Τεκμήριον 6 (2006), σελ. 265-274.

Το βιβλίο του P. Fröhlich αποτελεί σημαντική συμβολή στη σχετική με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο έρευνα. Το ιδιαίτερα εκτενές έργο του Fröhlich ακολουθεί την εξής διάρθρωση: μετά την εισαγωγική διερεύνηση των όρων που έχουν ετυμολογική και σημασιολογική σχέση με την εὔθυναν, παρουσιάζονται στο κύριο μέρος της μονογραφίας οι αξιωματούχοι που ασκούσαν τον προβλεπόμενο έλεγχο.

Στη βιβλιοπαρουσίαση-βιβλιοκρισία το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στην αναλυτική παρουσίαση του εκτενούς αυτού βιβλίου (634 σελ.), αφού πρώτα αναφερόμαστε στην ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία που αφορά στην εὔθυναν. Επισημαίνεται ότι η σπουδαιότητα του βιβλίου έγκειται κυρίως στο ότι δεν περιορίζεται στις λογοτεχνικές πηγές που αφορούν κατεξοχήν στην παρουσία του θεσμού στα γεωγραφικά όρια της Αθήνας και της Αττικής, αλλά επεκτείνεται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, εξετάζει τις σχετικές επιγραφές, καταλήγει σε συμπεράσματα που αφορούν στην εφαρμογή του θεσμού σε άλλες περιοχές και σε καθεστώτα όχι πάντοτε δημοκρατικά, ενώ τέλος αναδεικνύει τη συνέχεια του θεσμού ιδιαίτερα κατά την περίοδο από την κλασική έως και την ελληνιστική εποχή.

Κριτική είναι δυνατόν να δεχθεί ο συγγραφέας κυρίως ως προς τη δομή του βιβλίου: από τη μία πρωτοτυπεί πραγματευόμενος όχι τη διαδικασία αλλά έναν προς έναν τους αξιωματούχους που σχετίζονται με την εὔθυναν, κι αυτό κυρίως στα τρία πρώτα μέρη του βιβλίου, από την άλλη με την προσθήκη του τετάρτου μέρους, όπου καταβάλλεται προσπάθεια να συζητηθεί η διαδικασία και η εξέλιξή της, η αρχική δομική σύλληψη διαφοροποιείται και ο P. Fröhlich, για χάρη της σαφήνειας και της συνοχής του μέρους αυτού, αναγκάζεται να επαναφέρει στη συζήτηση τα ίδια ή παρόμοια με τα ήδη πραγματευθέντα ζητήματα και μάλιστα επαναλαμβάνει συμπεράσματα που είχε ήδη διατυπώσει. Συμβαίνει, μάλιστα, ενίοτε τα συμπεράσματα αυτά να έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους: στις σελίδες 366-73, για παράδειγμα, διατυπώνεται η άποψη ότι, για να αποδοθούν τιμές σε απερχόμενο άρχοντα ή όποιου είδους δημόσιο λειτουργό, θα έπρεπε προηγουμένως να έχει υποστεί επιτυχώς τη διαδικασία της εὐθύνης και ότι ένας τέτοιος κανόνας δεν φαίνεται ότι ίσχυε και σε άλλες περιοχές εκτός Αθήνας, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του συγγραφέα στις σελ. 415 κ.εξ.

Βιβλιοπαρουσιάσεις

Παρουσίαση του βιβλίου της ομότιμης καθηγήτριας Α.Π.Θ. Βασιλικής Νεράντζη-Βαρμάζη, Βυζαντινή Ιστορία (324-1453), εκδόσεις Μάτι, 2008. Οργανωτές της εκδήλωσης: Εκδόσεις Μάτι, Βιβλιοπωλείο Σκάλα, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Λαρισέων. Λάρισα (Χατζηγιάννειο), 26 Μαρτίου 2008.

Μετάφραση-επιστημονική επιμέλεια βιβλίου

  • Α. Pickard-Cambridge, The Dramatic Festivals of Athens, Oxford University Press, (Επιστημονική επιμέλεια από Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου καθώς και μετάφραση σε συνεργασία με άλλους), (υπό έκδοση), εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2011.

Στην ιδιαίτερα σημαντική αυτή συμβολή στη μελέτη του αρχαίου δράματος έγινε προσπάθεια να μεταφραστεί στην ελληνική με βάση την αναθεωρημένη δεύτερη αγγλική έκδοση του έργου (1968 από τους J. Gould και D. Lewis· συγκεκριμένα από την ανατύπωση του 1988 με τα addenda). Αντιμετωπίστηκαν μεταφραστικά προβλήματα στην ορολογία και καταβλήθηκε προσπάθεια να ενημερωθεί η ελληνική έκδοση με την πρόσφατη για το αρχαίο δράμα βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, προστέθηκαν περισσότερες από εκατό υποσημειώσεις από τον επιμελητή καθώς και ένα πλήρες βιβλιογραφικό παράρτημα στο τέλος του βιβλίου ενημερωμένο μέχρι και το 2010. Επίσης, μεταφράστηκαν στην ελληνική όλα τα λατινικά παραθέματα που εμπεριέχονται στο αγγλικό πρωτότυπο. Η συμβολή μου στην έκδοση αυτή συνίσταται στη μετάφραση των τριών κεφαλαίων του αγγλικού κειμένου (V-VII), στη βιβλιογραφική ενημέρωση, καθώς και στην επιστημονική επιμέλεια και διεύθυνση του έργου.

Εκπαιδευτικά βιβλία

  • Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας για το Γυμνάσιο (σχολικό εγχειρίδιο), σελ. 208.

Η συγγραφή του βιβλίου μού ανατέθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο μετά από διαγωνισμό. Με το βιβλίο αυτό γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί η ύλη της Γραμματικής της αρχαίας ελληνικής με τον παραδοσιακό τρόπο (Τζάρτζανος, Οικονόμου κ.ά. παρόμοια εγχειρίδια) αλλά με τη μεγαλύτερη δυνατή ανάλυση και σαφήνεια που απαιτεί ένα διδακτικό βιβλίο. Εν προκειμένω, όσο και αν αποτελεί αντικείμενο του θαυμασμού όλων μας το εγχειρίδιο του Αχ. Τζαρτζάνου, ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους σημερινούς μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης εξαιτίας της γλώσσας του αλλά κυρίως εξαιτίας του λακωνικού τρόπου έκφρασης. Ο Τζάρτζανος, απευθυνόμενος σε μαθητές άλλης γενιάς, πολύ συχνά παραπέμπει σε προηγούμενες αναφορές του ίδιου θέματος σε άλλες σελίδες του βιβλίου και δεν δίνει αρκούντως αναλυτικές επεξηγήσεις στα διάφορα ζητήματα που καταγράφει ή αναλύει. Έτσι, στο νέο βιβλίο υιοθετήθηκε μία αναλυτική και ιδιαιτέρως λεπτομερής μέθοδος παρουσίασης του γραμματικού υλικού, ενώ χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολλά κλιτικά παραδείγματα, έτσι ώστε να καλύπτονται όλες σχεδόν οι θεματικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και ρημάτων. Επίσης, ένα εμπλουτισμένο λεξικό ρημάτων συμπληρώνει την παρουσίαση της ύλης. Οι δυσκολίες για τη συγγραφή του βιβλίου προέκυψαν εξαιτίας των αντιφατικών προδιαγραφών που έθεσε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που, εκτός των άλλων, επέβαλαν να συγγραφεί ένα βιβλίο για το Γυμνάσιο αλλά και για το Λύκειο! Το βιβλίο εγκρίθηκε από τις τέσσερις αξιολογήτριες, δόθηκε η εντολή για εκτύπωση αλλά για λόγους διαχειριστικής ανεπάρκειας του Ινστιτούτου δεν τυπώθηκε ποτέ.